Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Κάποιες λέξεις γράφονται για να διαβαστούν


Κάποιος κάποτε συγκέντρωνε λογοτεχνικά κείμενα που να αφορούν τα βιβλία. Αυτή η ιδέα με είχε ενθουσιάσει και προέτρεψα όσους ήξερα να γράψουν κάτι και να το στείλουν. Όπως πολλές ιδέες που γεννιούνται σε ετούτη τη χώρα ή μένουν στο συρτάρι ή παίρνουν πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν. Κάτι σαν το Γιοφύρι της Άρτας, ένα πράγμα. Σχεδόν αυθόρμητα είχα γράψει μερικές προτάσεις σαν αυτές της προηγούμενης ανάρτησης. Έστειλε κι ο Μαραμπού και όχι μόνο ένα κείμενο. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν και ποτέ καμιά απάντηση δεν λάβαμε, ήρθε η ώρα να τα βγάλουμε από το δικό μας συρτάρι και να αφήσουμε τις λέξεις ελεύθερες. Κι ο Μαραμπού πράγματι έγραψε κάτι καλό, ένα κείμενο γεμάτο τίτλους αγαπημένων του βιβλίων.

Συρραφή

Ενάντια στη μέρα, σε ετούτη και στις υπόλοιπες, βρίσκομαι περιχαρακωμένος σ' έναν υπόγειο κόσμο, σκοτεινό και ερεβώδη, μαύρος πρίγκιπας σε μια βάρδια πάνω στο πλοίο των νεκρών, τρομακτική και εκκωφαντικά σιωπηλή, σαν το θηρίο στην ζούγκλα, σε τόπο όμως που δεν έχω ξαναδεί, μακρινό και μυστήριο, εκεί που ζουν οι τίγρεις. Αναμοχλεύω κάποιες αναμνήσεις εγωτισμού, για να περάσω την ώρα μου, ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία που δεν πρόκειται να πω πουθενά από φόβο μην γίνουν πιστευτές.
Γεννήθηκα το 1984, ύστερα από έναν τοκετό βραδείας καύσεως, στάζοντας αίμα και μελάνη, και ο πατέρας μου έσπευσε να με εγγράψει στο βιβλίο των γεννήσεων, εκείνο το μεγάλο βιβλίο της ανησυχίας, ήμουν η πρώτη λέξη του κεφαλαίου σε εκείνο το βιβλίο που γράφουν και διαβάζουν μόνο οι γονείς. Μεγάλωσα στις παρυφές των βουνών, ετούτα τα βουνά της τρέλας ήταν ο παιχνιδότοπός μου, τριγυρίζοντας αδιάκοπα στο ένα πόδι, παίζοντας κουτσό  ολόκληρα τα πρωινά, προστατευμένος καθώς ήμουν από τις ακτίνες του ιαγουάρου ήλιου, που υποτάσσονταν αδύναμες στον θαλερό και ανυπόκριτο προστάτη μου, ήταν δροσερά και όμορφα εκεί, κάτω από το ηφαίστειο. Θυμάμαι όταν ανέβηκα πρώτη φορά στην κορυφή, σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια της αθωότητας, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος φώτιζε μέσα από το εσωτερικό του ηφαιστείου και αντικαθρεφτιζόταν πάνω στον σκονισμένο θόλο του ουρανού. Η τύφλωση ήταν στιγμιαία, ίσα ίσα για να αντικρίσω την μάσκα του κόκκινου θανάτου, διανθισμένη με πυώδεις φλύκταινες στο άθλιο προσωπείο του, πριν η εικόνα γίνει ξανά όπως ήταν πριν, μια άνοστη ντοματόσουπα  που σιγόβραζε κοχλάζοντας σε μια βρώμικη κατσαρόλα.
Σ' εκείνη την κατσαρόλα είχα πρωτοπαίξει τον μάγειρα ρίχνοντας μέσα ένα κομμάτι κρέας. Ήταν το κουτάβι που μου είχαν δωρίσει οι γονείς μου για να εξασκήσω πάνω του συναισθήματα στοργής, το είχαν ονομάσει Άλεφ, μ' αρέσει πολύ το όνομα, τους είχα πει. Το κουτάβι ήταν πολύ παράξενο. Το αριστερό του μάτι είχε χρώμα ανοιχτό πράσινο και το δεξί, στ' αλήθεια απίστευτο, ήταν μάτι γάτας! Το τρίχωμα του, σαν πολυκαιρισμένο υφαντό, σχημάτιζε γράμματα που αν τα διάβαζες με φορά από το κεφάλι προς την ουρά, έγραφε “Σου μοιάζω πολύ” και αν το γύριζες να το χαϊδέψεις στην κοιλιά, διέκρινες την ερώτηση, “εσύ;”. Επιπλέον έχεζε σε υπερβολικές ποσότητες, λες και ήταν παραγεμισμένο με σκατά. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα σκυλάκι όπως όλα τα υπόλοιπα, σε μένα όμως εμφανιζόταν διαφορετικό όπως πιθανόν και εγώ σε εκείνο, κάθε διαφορετικότητα οφείλει να υποστεί μια θυσία, δεν έμαθα όμως ποτέ αν την άξιζε. Τέλος του παιχνιδιού.
Στην αυγή του θαυμαστού νέου κόσμου άφησα εκείνα τα βουνά για τις πολυπόθητες αόρατες πόλεις, με μεγάλες προσδοκίες να ανακαλύψω σ' αυτές, λευκές νύχτες και μέρες εγκατάλειψης, αντ' αυτών συνάντησα μόνο λευκό θόρυβο και άγριους ντετέκτιβ. Περιπλανήθηκα στην χώρα των έσχατων πραγμάτων επιθυμώντας έναν αφανισμό ή μια διόρθωση ή κάτι παρόμοιο. Ώσπου ένα πρωί ξύπνησα στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, με ξύπνησαν οι σειρήνες του Τιτάνα, διαπεραστικές και επίμονες (τα κορίτσια όμως,  τι παράξενο, κοιμούνταν ακόμα), και ένιωσα σαν να ήμουν κάποιος άλλος, μια μεταμόρφωση γεμάτη ασάφειες, ένα πρόσκαιρο σβήσιμο, ένιωσα σαν να μεταμορφώθηκα σε μια κατσαρίδα ή έναν χρυσό σκαραβαίο ή κάποιο άλλο παρόμοιο γλοιώδες ζωύφιο, το ξέρω σας φαίνεται γελοίο, είναι η πιο ηλίθια παρομοίωση που θα μπορούσα να επινοήσω, όμως δεν έχω άλλη καλύτερη, σας παρακαλώ προσπαθήστε να υποκριθείτε ότι πρόκειται για ό,τι πιο κοινό έχετε ακούσει.
Ένα ρίγος ήταν από τότε σφηνωμένο στην ραχοκοκκαλιά μου σαν ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Άρχιζα να πιστεύω ότι θα τα καταφέρω ό,τι και αν ήταν αυτό που πάσχιζα να πετύχω. Μου αρκούσαν ελάχιστα, πιπέρι και σπασμένες γραμμές. Σπούδασα ανατομία της μελαγχολίας και ξοδεύτηκα, ερμηνεύοντας το αλφαβητάρι του Διαβόλου. Στα όνειρά μου με επισκεπτόταν ο Θεός και με ειρωνευόταν, «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» έλεγε, δείχνοντάς με, «δε θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου!», πρώτος αυτός με εγκατέλειψε, θεϊκή αποστροφή, ανθρώπινη αποδοχή. Σκέτη Θεία κωμωδία! Στον φάρο της γνώσης, προσπαθούσα με τσακμακόπετρες να δημιουργήσω σπίθες, θνησιγενείς πυγολαμπίδες που τις καταβρόχθιζαν οι κατασκότεινες μύγες της νύχτας που εξουσίαζε κάποιος μυστηριώδης άρχοντας των μυγών.
Αγνόησα κάθε κίνδυνο και αναζήτησα την στιγμή της ελευθερίας μέσα στα λημέρια του λύκου. Έμαθα να δημιουργώ λογοτεχνία χωρίς λέξεις μέχρι που μερικοί Δουβλινέζοι πλανόδιοι πωλητές με λυπήθηκαν και μου δώρισαν ένα σακουλάκι με γράμματα˙ τα ροκάνιζα σαν καλοψημένους ηλιόσπορους, για να δω τι ήχο κάνουν και τι γεύση έχουν. Ήταν εξαιρετικά αλμυρά, σχεδόν δεν μπορούσα να τα φάω, αλλά όπως όλοι οι φτηνοφαγάδες, δεν είχα άλλη επιλογή. Τώρα που διένυσα δρόμο και γεύτηκα την ανοστιά του κόσμου, ευχαρίστως θα ξαναγευόμουν μερικά από εκείνα τα γράμματα. Όμως, οι Δουβλινέζοι πωλητές εξαφανίστηκαν αφού πλέον κανείς δεν αγόραζε από αυτούς.
Όταν όλα καταρρέουν και στην έρημη χώρα δεν απομένει παρά μόνο το μηδέν και το άπειρο, εσύ πρέπει να συμπορευτείς με το άπειρο, σίγουρα με το άπειρο. Έτσι και εγώ, ξεκίνησα να συνθέτω το άπειρο. Τι δύσκολη δουλειά! Και όμως εφικτή!! Τρόποι επιτυχίας ένα σωρό, παραμιλούν σαν δαιμονισμένοι. Άνθρωποι χωρίς ιδιότητες, εκφωνούν οδηγίες από τα βάθρα του μηδενός, δείχνοντάς σου τον δρόμο προς το άπειρο και εσύ πρέπει να είσαι ή ηλίθιος ή τεμπέλης για να μην τον διανύσεις  αμέσως. Ξεκινάτε λοιπόν χωρίς εμένα, θα σας έχω προσπεράσει πριν προλάβετε να βγείτε στο πρώτο ξέφωτο!
Λεηλατεί σκέψεις και συναισθήματα – τι ωραίο πλιάτσικο! – για να τα προμηθεύσει εκ νέου, αλλόκοτα και χαλκευμένα, στην μαύρη αγορά της λογοτεχνίας. Ο θάνατος του εμποράκου θα επέλθει σύντομα, τα προϊόντα του όμως θα διακινούνται για καιρό, τριγύρω από μνήμες της φωτιάς και με έντονο άρωμα πάγου. Για να ειδικευτείς σ' αυτό το εμπόριο χρειάζεται να αναγνωρίσεις την σημασία του να είσαι σοβαρός, να λες όμορφα ψέματα ευρισκόμενος στο μέσον μιας παρακμής του ψεύδους (να καταφέρεις, με δυο λόγια, να γίνεις το σώμα του ψέματος, το οποίο θα γυμνάζεις συνεχώς με ασκήσεις ύφους) και απαραιτήτως να ξέρεις σκάκι.
Καλά όλα αυτά αλλά κάποια στιγμή οφείλεις να πεθάνεις, τελευταίο έρχεται το κοράκι, να εύχεσαι μόνο, έναν θάνατο το απομεσήμερο. Θα λένε για σένα διάφορες ιστορίες τρόμου από εκείνες που σε κάνουν να ουρλιάζεις τις νύχτες, η ζωή και οι απόψεις του..., κυρίου από σόι, θα λένε, τον ήξερα καλά αυτόν τον άνθρωπο. Εσύ όμως δε θα πολυνοιάζεσαι, θα είσαι σε ένα μέρος γεμάτο γάτες και θα βλέπεις ράθυμος την λάμψη της αστραπής πίσω από το βουνό. Αυτό είναι η υστεροφημία που σε ταλαιπωρούσε όταν ήσουν θνητός – τρίχες και λάμψη, ιστορία χωρίς αίσιο τέλος και τίποτα περισσότερο!
Η ώρα είναι 26:66, (πώς γίνεται αυτό;) αν δεν με πιστεύεις κοίταξε το ρολόι σου. Ώρα να πιστέψεις στις λέξεις.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Κοιτώντας τα βιβλία


Περνώ τις ώρες μου κοιτώντας αυτήν την εικόνα. 
Εικόνα γεμάτη χρωματιστές ράχες βιβλίων με γράμματα ή χωρίς. 
Πόσες λέξεις κρύβονται εκεί μέσα, πόσες στιγμές ανθρώπων που έμειναν σκυφτοί πάνω από ένα χαρτί ή μπροστά από μια οθόνη. Σαν να τους έχω όλους εδώ μπροστά μου, να παρακολουθώ τη σκέψη τους, να αγωνιώ για την επόμενη λέξη, για την επόμενη πρόταση. Για φαντάσου η στιγμή, η μικρή αυτή στιγμή, επιζεί ακόμα. Τυπώθηκε και έμεινε, νικώντας το χρόνο. Να την εδώ μπροστά μου. Συγκεντρωμένος χρόνος, στοιβαγμένος στο χαρτί, τοποθετημένος σε ξύλινα ράφια. 
Χρόνος γραφής, χρόνος ανάγνωσης.
Όλα σε αυτήν την εικόνα που δεν χορταίνω να κοιτώ, σαν να μην υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από έναν καναπέ τοποθετημένο απέναντι από μια βιβλιοθήκη. 
Τη δική μου βιβλιοθήκη.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Κάθε ημέρα είναι γιορτή της ποίησης

Σπουδή

Ζεστή σιωπή φθινοπώρου, κι η νύχτα, τα βιβλία,
θανάσιμα να μελετώ με το μυαλό μου αλλού.
Μ' έγχορδα τα ματόκλαδα παίζω σαν του καλού
πριν από μας καιρού ενδόμυχη μιά συναυλία.

Τ' αντικρινού παραθύρου κλείσανε κι άλλη γρίλια,
μνήμη από πράγματα που λες δε γίνανε ποτές.
Πρέπει κι οι λύπες να 'ναι πια καλόγνωμα δεχτές,
γιατί ένα τρέμουλο άθελα να διαπερνάει τα χείλια;

Χωρίς ν' ανοίξει η πόρτα μου μπαίνουν σκιές οι φίλοι
που χάθηκαν. Δεν τους αντέχει η μουσική. Στο φως
λόγια δικά τους ξαναηχούν. Θα 'ναι κανείς σοφός
μα γέρος πια όταν μάθει τι στους νεκρούς του οφείλει.

5 Οκτωβρίου 1949               

Από:
Πατρίκιος, Τίτος (1998). Ποιήματα Ι: 1943-1953, Αθήνα: Κέδρος

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Ρώτα τον άνεμο να σου πει για τους e-readers


Γράφει ο Μαραμπού για ανάγνωση σε e-reader κι εγώ αναρωτιέμαι τα κιντλ δεν εντελώς ξεπεράστηκαν; Δηλ. βγαίνουν νέα μοντέλα και εξελίσσονται ή έχουν μείνε στάσιμα; Όπως και να έχει ακόμη δεν με έχουν πείσει ότι αξίζουν να ξοδέψω τα χρήματα μου.

Θα σας μιλήσω για ένα αναγνωστικό μου απωθημένο. Όσοι έχουν διαβάσει Τσαρλς Μπουκόφσκι έχουν διαπιστώσει ότι, μέσα σε όλες και πάνω από όλες τις συγγραφικές του εμμονές, ξεχωρίζει και αναδεικνύει μία: τον Τζων Φάντε και κυρίως το βιβλίο του “Ρώτα τον άνεμο”. «Ο Φάντε είναι ο θεός μου» συνήθιζε να λέει. Έτσι λοιπόν, όταν συνάντησα σε e-book το βιβλιο του Φάντε, καταχάρηκα! Επιτέλους θα μάθαινα γιατί τον θεωρούσε τόσο σημαντική επιρροή. Μόλις διάβασα μερικές σελίδες, ξαναγύρισα στο εξώφυλλο για να σιγουρευτώ ότι δεν έλεγε Τσαρλς Μπουκόφσκι!!

Στο βιβλίο του Φάντε εμφανίζονται όλα τα μοτίβα που θα χρησιμοποιήσει και ο Μπουκόφσκι και καταλαβαίνω ότι αυτό το βιβλίο θα πρέπει να του μίλησε απευθείας στην καρδιά. Πρωταγωνιστής του ο Αρτούρο Μπαντίνι, ένας άβγαλτος συγγραφέας με μονάδικη “επιτυχία” την δημοσίευση του διηγήματος “Σκυλάκος που γελάει”, ο οποίος πηγαίνει στο Λος Άντζελες να βρει εμπειρίες για να μπορέσει να γράψει το ιδιοφυές αριστούργημα για το οποίο είναι προορισμένος.


[...] Μπαντίνι (σε συνέντευξη που δίνει λίγο πριν αναχωρήσει για τη Σουηδία):


«Η συμβουλή μου σε όλους τους νέους συγγραφείς είναι τελείως απλή και βάλτε τη στην καρδιά σας. Μην αποφεύγετε ποτέ μια καινουρια εμπειρία. Τη ζωή πρέπει να τη ζει κανείς όπως έρχεται, παλέψτε θαρραλέα, χτυπήστε τη γροθιά στο μαχαίρι».

Δημοσιογράφος: «Κύριε Μπαντίνι, πώς είχατε την ιδέα γι' αυτό το βιβλίο, που σας απέφερε το βραβείο Νόμπελ;»
Μπαντίνι: «Το βιβλίο στηρίζεται σ' ένα αληθινό γεγονός που έζησα κάποια νύχτα στο Λος Άντζελες. Κάθε λέξη την έχω ζήσει, την έχω βιώσει».
Εκεί θα συναντήσει μια μεξικάνα σερβιτόρα, την Καμίγια Λόπες,  την πριγκίπισσα των Μάγια, με την οποία θα αναπτύξει μια σχέση αγάπης μίσους που θα διατηρηθεί αμείωτη καθ' ολη τη διάρκεια του βιβλίου. Με απλή γλώσσα και ακόμα πιο απλή πλοκή, ο Φάντε γράφει ένα βιβλίο τρυφερό και αστείο που σε πλημμυρίζει με την αθωότητα και την ειλικρίνειά του, τόσο που στο τέλος θα νιώθεις ότι διάβασες ένα λογοτεχνικό αριστούργημα. Και αλήθεια, αυτό ακριβώς έκανες!

Η έντυπη μορφή του βιβλίου είναι δυσεύρετη – μακάρι να εκδοθεί ξανά και μαζί και τα υπόλοιπα βιβλία του Φάντε – γι' αυτό αναζητήστε την σε ηλεκτρονική μορφή. Αυτό έκανα και εγώ, ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στο kindle. Και μιας και η τρέχουσα εβδομάδα είναι η διεθνής εβδομάδα “Διάβασε ένα e-book” ας πω δυο λόγια για την εμπειρία. Ναι, δεν μυρίζει σαν το βιβλίο αλλά αυτό είναι πολύ σαθρό επιχείρημα για να αγνοούμε επιδεικτικά τη νέα μορφή ανάγνωσης. Ανάμεσα σε μία ξύλινη και μοσχοβολιστή σκακιέρα και σε μία δισδιάστατη απεικόνιση της στην οθόνη του υπολογιστή, τι θα επιλέξω; Θα επιλέξω την ουσία και η ουσία είναι να απολαύσω το παιχνίδι! Το ένα μέσο δεν εξολοθρεύει το άλλο, λειτουργούν συμπληρωματικά. Οι e-readers είναι θαυμάσια εργαλεία, σε βοηθούν να διαβάζεις πιο γρήγορα, πιο ξεκούραστα και πιο οργανωμένα. Ανατρέχεις μεμιάς σε όλες τις σημειώσεις του βιβλίου, γράφεις σχόλια, συμβουλεύεσαι λεξικά, κουβαλάς 200 βιβλία μαζί. Το μόνο αρνητικό στους e-readers είναι που δεν μπορείς να ενεργοποιήσεις την υπέροχη εκείνη αίσθηση, την μνήμη της παλάμης: όταν διάβαζες ένα τέλειο απόσπασμα τυχαία και ένιωθες ένα γαργάλισμα στην δεξιά παλάμη που κρατούσε 50 σελίδες και ένα στην αριστερή που κρατούσε 450! Αν έχετε αντιρρήσεις για την χρησιμότητα των e-readers, τότε γράψτε μου μια οργισμένη επιστολή παραπόνων, γιατί κακά τα ψέματα, μπροστά στα “ψυχρά” σχόλια ενός μπλογκ, το μυρωδάτο επιστολικό χαρτί και η υγρή μελάνη πάνω του, έχουν άλλη γοητεία!!

Όπως και να 'χει και σε οποιαδήποτε μορφή, προσπαθήστε να διαβάσετε το βιβλίο. Αλλιώς, αρκεστείτε στην υπέροχη κινηματογραφική απόδοσή του.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Βιβλιοθήκες...


Αναζητώντας πληροφορίες αναφορικά με βιβλιοθήκες στην Ελλάδα έπεσα πάνω σε μερικά μπλογκς βιβλιοθηκών που αναρτούν εκδηλώσεις και πληροφορίες για τις υπηρεσίες που παρέχουν. Με εξέπληξε το πόσο καλή δουλειά γίνεται σε ορισμένα μέρη, τα οποία είναι περισσότερα από όσα μπορώ να φανταστώ. Αλήθεια τι είναι αυτό που κάνει μια βιβλιοθήκη να είναι πετυχημένη, να τη βλέπουμε και να λέμε να μια αξιόλογη βιβλιοθήκη; Εξαρτάται βέβαια από το είδος τις βιβλιοθήκης και το σκοπό λειτουργία της. Σίγουρα όμως πρέπει να έχει εξειδικευμένο προσωπικό, κατάλληλο κτίριο, μια αξιόλογη και σωστά οργανωμένη συλλογή, να είναι τεχνολογικά εκσυγχρονισμένη, να μην σταματά να κάνει ανοίγματα στην τοπική αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία και να παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός που θα προσφέρει πληροφορία. Ακόμη πιο σίγουρα, οι βιβλιοθήκες δεν είναι αποθήκες βιβλίων, γιατί δυστυχώς πολλοί αυτό πιστεύουν ότι είναι...

Το καλό είναι ότι υπάρχουν μερικές αξιολογότατες βιβλιοθήκες σε αυτή τη χώρα. Πρώτα πρώτα είναι οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, ευτυχώς πολλοί είναι αυτοί που αντιλήφθηκαν ότι ένα σοβαρό ακαδημαϊκό ίδρυμα με ποιότητα σπουδών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια σωστά οργανωμένη βιβλιοθήκη απαραίτητο εργαλείο έρευνας για ακαδημαϊκό προσωπικό και φοιτητές. Θα έλεγα ότι η βιβλιοθήκη αντικατοπτρίζει την ποιότητα ενός ιδρύματος. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές πολύ καλές ειδικές βιβλιοθήκες αλλά αυτές απευθύνονται σε ένα πολύ εξειδικευμένο κοινό και πολλές φορές είναι ιδιωτικές.

Κι από την άλλη υπάρχουν οι δημόσιες/ δημοτικές βιβλιοθήκες που είναι για όλους, από τα πολύ μικρά παιδιά μέχρι τους συνταξιούχους. Όποιος λίγο ασχολείται με τις βιβλιοθήκες θα έχει ακούσει τη βιβλιοθήκη της Βέροιας, μα βέβαια εκεί γίνονται φοβερά πράγματα, εξωπραγματικά γι' αυτή τη χώρα, φαντάζει περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική βιβλιοθήκη. Τυχεροί οι κάτοικοι αυτής της πόλης, τυχεροί όσοι εργάζονται εκεί. Μα τραβάει όλα τα φώτα της δημοσιότητας κι ενώ υπάρχουν κι άλλες δημόσιες βιβλιοθήκες που κάνουν δουλειά δεν ακούγονται τόσο κι ας μην παρέχουν τις φοβερές υπηρεσίες της βιβλιοθήκης αυτής, έχουν ανθρώπους με όρεξη που προσπαθούν χωρίς να έχουν κερδίσει κάποιο χρηματικό βραβείο. Είναι γνωστό πώς όλες οι λαϊκές βιβλιοθήκες υποχρηματοδοτούνται καθώς του υπουργείο παιδείας προσπαθεί να εξοικονομήσει χρήματα από παντού, το ίδιο και οι δήμοι, οι βιβλιοθήκες φαντάζουν πολυτέλεια (δυστυχώς) σε αυτά τα χρόνια της κρίσης που φαίνεται να μην έχουν τέλος. Πώς όμως σε κάποια μέρη της Ελλάδας κάποιες δημόσιες/ δημοτικές βιβλιοθήκες λειτουργούν τόσο καλά; Για όλα ευθύνεται κάποιος πεφωτισμένος διευθυντής ή κάποιος δήμαρχος που έλαβε υπόψη του την αναγκαιότητα και τα οφέλη της λειτουργίας μιας βιβλιοθήκης; Κάποιος που στα χρόνια της αφθονίας σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί σωστά τους οικονομικούς πόρους και μέσω της τότε σωστής οργάνωσης συνεχίζεται το έργο ακόμη και σήμερα; Όλα εξαρτώνται από ένα άτομα ή από μια μικρή ομάδα ατόμων σε μια χώρα δίχως πολιτική; 

Επίσης, υπάρχουν οι σχολικές βιβλιοθήκες που δυστυχώς ποτέ δεν κατάφεραν να υπάρξουν. Και οι σχολικές βιβλιοθήκες είναι ένα καλό παράδειγμα προς αποφυγή. Τα είχαν όλα, είχαν κτίριο αφού χρησιμοποιούσαν τους σχολικούς χώρους που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν νεόκτιστα κτίρια, ξεκίνησαν τη λειτουργία τους έχοντας μια σύγχρονη ολοκαίνουρια συλλογή, εμπλουτίστηκαν με τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό, αλλά δεν απέκτησαν ποτέ προσωπικό. 

Όλες αυτές οι σκέψεις ήρθαν με αφορμή το μπλογκ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κερατσινίου-Δραπετσώνας με τις εκατοντάδες αναρτήσεις από τις εκδηλώσεις τους. Ο δήμος αυτός διαθέτει όχι μία αλλά τρεις βιβλιοθήκες που καλύπτουν τις πληροφοριακές ανάγκες της πόλης, απασχολεί οχτώ μόνιμους υπαλλήλους, εκ των οποίων οι επτά είναι βιβλιοθηκονόμοι. Πολλά εύγε για τον δήμο, τις βιβλιοθήκες και τους ανθρώπους του. Αλλά και για τις υπόλοιπες βιβλιοθήκες αυτής της χώρας (και τα αρχεία βεβαίως βεβαίως) που τα καταφέρνουν με όποιο μέσο μπορούν και κάνουν όλους εμάς να συνεχίζουμε να ελπίζουμε.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Κερδίζω και χαρίζω


Χαίρομαι σαν μικρό παιδί όταν κερδίζω σε βιβλιοδιαγωνισμούς. Παίζω φανατικά σε όλους με μόνο στόχο να μου φέρει ο ταχυδρόμος έναν κίτρινο φάκελο που θα περιέχει ένα βιβλίο. Σαν να ξεκινάει καλύτερα η ημέρα όταν στην είσοδο της πολυκατοικίας με περιμένει ένα βιβλιοδώρο. Πρόσφατα κέρδισα από τις @selides2015 και τον ολόφρεσκο εκδοτικό οίκο Χάρτινη Πόλη ένα βιβλίο για πολύ μικρά παιδιά με τον γλυκό τίτλο «Ένα χασμουρητό για καληνύχτα». Την επόμενη μέρα το είχα στα χέρια μου, το ξεφύλλιζα και χάζευα την υπέροχη εικονογράφηση. Όσο γλυκός είναι ο τίτλος και το εξώφυλλο, τόσο είναι και το εσωτερικό του βιβλίου. Όπως όλα τα μικρά ζωάκια του πλανήτη ετοιμάζονται για ύπνο καθώς πέφτει η νύχτα, έτσι κι αυτό το βιβλίο προετοιμάζει το μωρό σας να βρεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, με την υπογραφή πιστοποιημένης σύμβουλου ύπνου για παιδιά, εξ Αμερικής βεβαίως βεβαίως. 

Καθώς το βιβλίο είναι για πολύ πιο μικρά παιδιά από εμένα, σκέφτηκα να το δωρίσω στη βιβλιοθήκη για να κοιμηθούν καθώς τους το διαβάζουν όσο πιο πολλά παιδιά γίνεται! Κι έτσι μπήκε στα ράφια του παιδικού τμήματος και περιμένει τους γονείς των μικρών αναγνωστών μας.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Τα διαμάντια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας



Ισίδωρος Ζούργος. Άλλος ένας άξιος συγγραφέας της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ένας από αυτούς τους λίγους. Εξαιρετική πένα, ωραίες λέξεις, υποθέσεις που περιλαμβάνουν ιστορικά στοιχεία. Καταλαβαίνω αυτούς που αναζητούν Έλληνες συγγραφείς και προτιμούν να διαβάζουν μόνο ελληνική λογοτεχνία. Είναι πιο ξεκούραστη η ανάγνωση. Ελληνικά ονόματα, ελληνικά μέρη, γνώριμα ήθη και έθιμα και σίγουρα δεν χάθηκε τίποτα στη μετάφραση. Η καλή σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όμως δεν περιλαμβάνει παρά μόνο μερικές δεκάδες ονομάτων Αλεξάκης, Ζατέλη, Καλλιφατίδης, Μακριδάκης, Μήτσορα βάζω και Καρυστιάνη και αρκετοί βέβαια που δεν είναι εν ζωή. Αλλά μέσα σε αυτούς είναι σίγουρα και ο Ζούργος. Διαβάζω στο βιογραφικό στο αφτί του βιβλίου ότι ο συγγραφέας εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τυχεροί οι μαθητές, σίγουρα θα έχουν την τύχη να ακούνε ωραίες ιστορίες και να μαθαίνουν λογο-τεχνία.

Ξεκίνησα να διαβάζω τα έργα του από έναν τίτλο που δεν έκανε την επιτυχία των υπολοίπων βιβλίων κι αν αυτό δεν είναι από τα καλύτερά του, τότε μένω να φαντάζομαι τις λέξεις των υπολοίπων.  Τα "Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού" εκδόθηκαν το 2000 κι είναι παραμύθια μέσα στο παραμύθι με γύρω γύρω θάλασσα. Σε μια παρέα αγνώστων κάποιος ξεκινά να αφηγείται μια ιστορία, την ιστορία ενός καραβιού κι ενός παραμυθά. Το ιστιοφόρο "Αλεξάνδρεια" το έτος 1899 ταξίδευε από την Σύρο στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα σε επιβάτες και πλήρωμα ταξίδευε κι ένας γέρος παραμυθάς που κατά τη διάρκεια του πολύμηνου δύσκολου ταξιδιού ξεκούραζε τους ανθρώπους του καραβιού μέσω των ιστοριών του. Αφήγηση στην αφήγηση.

Γεμάτο παραμύθια, ίσως και εμπνευσμένα από τη λαϊκή μας παράδοση, είναι το βιβλίο αυτό. Άλλα μου κίνησαν περισσότερο το ενδιαφέρον άλλα τα προσπέρασα. Ζωντάνεψαν μέσα από τις  σελίδες ιστορίες με δράκους, νάνους, θεούς και μοίρες.
Διαβάζοντας την ιστορία της Αρετής που ζούσε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη σημείωσα μια παράγραφο, μερικές λέξεις της παλιάς Ιστορίας που επαναλαμβάνονται σήμερα και θέλησα να τις αντιγράψω εδώ:

"Φύγαμε απ' την Κρήτη ένα βράδυ με βάρκες, μ' άλλους πρόσφυγες πολλούς. Κοντέψαμε να σκυλοπνιγούμε, ο άνεμος μετά από μέρες μας έβγαλε στην Ελλάδα. Τραβήξαμε για τη Σύρα ψάχνοντας κάποιους παλιούς συγγενείς του άντρα μου, αλλά είχαν πεθάνει. Τραβηχτήκαμε καιρό, μετά βρήκαμε τον πατέρα της Αργυρώς, δόξα σοι ο Θεός , μεγάλη χάρη Του! Χιώτης ήταν, είχε έρθει μικρό παιδί στην καταστροφή, ήξερε από πείνα και προσφυγιά."

Πώς γίνεται να ξεχνά ο άνθρωπος την τόσο πρόσφατη ιστορία του.