Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Το βιβλίο ως δώρο

Ο Μαραμπού έστειλε  για ανάρτηση τις σκέψεις του για ένα θέμα με το οποίο πολλές φορές έχουμε ασχοληθεί εδώ αλλά δεν θα βαρεθούμε να ασχολούμαστε: τα βιβλιοδώρα. 
Και συγκεκριμένα αναφέρεται στα βιβλία που προσφέρουν ως δώρα ραδιοφωνικές και διαδικτυακές εκπομπές καθώς και ιστοσελίδες. Συμμετέχοντας και εγώ σε όσους διαγωνισμούς βρίσκω για βιβλία ή προσκλήσεις για θέατρο κι έχοντας κερδίσει ουκ ολίγες φορές ένα έχω να πω, 
αν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να σου δωρίζουν είναι να κερδίζεις!
Πολύ όμορφες προωθητικές ενέργειες των εκδοτικών οίκων, με τη σειρά μας προωθούμε κι εμείς όσο μπορούμε.

Τα βιβλία είναι από εκείνα τα είδη δώρων που απολαμβάνω περισσότερο να κάνω παρά να δέχομαι, κυρίως γιατί όταν επιλέγω ένα βιβλίο για δώρο, παρασύρομαι από την ακατανίκητη επιθυμία να το διαβάσω πρώτα πριν το δώσω. Αυτό όμως κρύβει τον κίνδυνο να μην αρέσει τελικά τόσο πολύ στον παραλήπτη. Στον αντίποδα, όταν μου χαρίζουν βιβλία, έχω την χαρά μικρού παιδιού μπροστά από την γυάλα με τα ζαχαρωτά. Αν και πολλές φορές η απογοήτευση θα έρθει σύντομα, η στιγμιαία χαρά είναι ανόθευτη!
Αν κάποιος μου πρότεινε να επιλέξω ανάμεσα σε 20 ευρώ ή ένα βιβλίο (χωρίς να ξέρω ποιο είναι), σχεδόν σίγουρα θα επέλεγα το βιβλίο. Βέβαια, η λογική υπαγορεύει να επιλέξεις τα 20 ευρώ με τα οποία θα μπορέσεις να αγοράσεις όποιο βιβλίο θες. Τα 20 ευρώ όμως, είναι πολύ λίγα για να αγοράσουν την έκπληξη, ακόμα και αν πρόκειται για δυσάρεστη έκπληξη! 
Εδώ θέλω να αναφερθώ στα βιβλία που προσφέρουν διαδικτυακές/ ραδιοφωνικές εκπομπές. Ακόμα και αν γίνονται για λόγους προώθησης, δεν παύουν να είναι ακαταμάχητα δώρα. Είναι βιβλία που γνωρίζεις εκ των προτέρων, τα διεκδικείς με άλλα άτομα, ίσως αναγκάζεσαι να πληρώσεις και τα έξοδα μεταφοράς, όμως όταν τα κρατάς στα χέρια σου ενθουσιάζεσαι με το απόκτημά σου και ευχαριστείς την Θεά Τύχη  για την εύνοια που σου έδειξε!

Κρατώ στα χέρια μου το 360 του Αχιλλέα Κυριακίδη, το τέταρτο βιβλίο που κέρδισα από την εκπομπή  Garagebooks και αναλογίζομαι πόσο τυχερός είμαι! Μπορεί να ξίνισα στην αρχή, επειδή κέρδισα το πιο μικρό ανάμεσα σε πολλά άλλα βιβλία που κληρώνονταν σε εκείνη την εκπομπή, γιατί το πιο μικρό, γκρίνιαξα, λες και βρισκόμουν κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και σύγκρινα το μέγεθος (και κατ' επέκταση την αξία του δώρου) του δικού μου πακέτου με εκείνο του αδερφού μου. Όταν πλέον το διάβασα, αντιλήφθηκα την πλάνη μου.
Η μικρή αυτή νουβέλα περιλαμβάνει μερικές καθημερινές ιστορίες ανθρώπων, των οποίων οι ζωές περιπλέκονται αδιόρατα, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό σύνολο. Κάθε δυο σελίδες περίπου, μόλις πας να αναφωνήσεις “μα τι γίνεται εδώ τέλος πάντων;”, λαμβάνεις απροειδοποίητα την απάντηση και συνεχίζεις έτσι ως το τέλος. Η δύναμη της νουβέλας είναι σίγουρα η γλώσσα της, που αποδεικνύει απλώς το αυταπόδεικτο, τον λόγο δηλαδή που, νιώθω σιγουριά κάθε φορά που βλέπω το όνομά του στην θέση του μεταφραστή.

Έχω λάβει δυο τσάντες γεμάτες βιβλία, μου έχουν κάνει δώρο δύο βιβλία σε κυλικείο νοσοκομείου, έχω κερδίσει δυο χούφτες βιβλία από διάφορες εκπομπές, όμως αν θέλω να κρατήσω την τύχη με το μέρος μου πρέπει να βρω έναν τρόπο για να την ικανοποιήσω. Ο πιο αξιόπιστος είναι να δωρίζω και γω με την σειρά μου, βιβλία!


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η Περσινή αρραβωνιαστικιά στο θέατρο του Νέου Κόσμου


Θεωρώ τη Ζυράννα Ζατέλη μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες πεζογράφους της εποχής μας. Ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον αυθαίρετος καθώς δεν
έχω διαβάσει τίποτα δικό της, δεν έτυχε, ενώ πάντα ήθελα. Φταίνε τα καλά λόγια που έχω ακούσει για τα βιβλία της από ανθρώπους που εμπιστεύομαι και σέβομαι τη γνώμη τους, μπορεί να ευθύνεται και η εκκεντρική κόκκινη φιγούρα της που τη συναντώ συχνά πυκνά στο κέντρο της Αθήνας και σα να ξεχωρίζει από όλο το πλήθος περπατά πάντα χωμένη σε σκέψεις-λέξεις με έντονα χρώματα, ξεχωρίζει χωρίς όμως μου φαίνεται να το επιδιώκει.

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό ήθελα να δω την παράσταση Περσινή αρραβωνιαστικιά από τότε που έμαθα ότι η συγγραφέας συμφώνησε να δώσει τα δικαιώματα του πρώτου βιβλίου της για να γίνει ένα από τα διηγήματά της θεατρική παράσταση αν και δεν είχε γραφτεί γι' αυτόν τον λόγο. Όχι μόνο έδωσε τα δικαιώματα αλλά βοήθησε στη δημιουργία της. Όμορφο συναίσθημα να σκέφτεσαι ότι ένα σου βιβλίο δίνει αφορμή σε νέους ανθρώπους για περαιτέρω δημιουργία εξελίσσοντας το απόσταγμα της φαντασίας σου.

Στο δώμα του θεάτρου του Νέου Κόσμου μας υποδέχτηκε ο άνθρωπος που με μια ηλεκτρική κιθάρα στην άκρη της σκηνής επένδυσε μουσικά τη θεατρική παράσταση και που κατά κάποιον τρόπο διηύθηνε όλη την ιστορία.
Τρεις ηθοποιοί υποδύονται την πρωταγωνίστρια της ιστορίας, την αφηγήτρια.
Τρεις ηθοποιοί που αλληλοσυμπληρώνονται και βοηθούν στο να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ψυχολογία ενός παιδιού όταν έρχεται αντιμέτωπο με τον πόνο.
Ένα τραύμα της παιδικής ηλικίας που μένει θυμίζοντας ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεχάσει και να επιβιώσει από τον πιο δυνατό πόνο αλλά πάντα κάτι μένει μέσα να τον υπενθυμίζει, ίσως και μια μικρή δόση τρέλας που βρίσκεται στο μεταίχμιο της παράνοιας και του χιούμορ.

Το βιβλίο σίγουρα πρέπει να το διαβάσω, μετά από αυτό δεν έχω καμία μα καμία αμφιβολία ότι είναι καλό. 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Δύσκολες γεννήσεις…

Όλο με παρακινεί, δηλαδή μου γκρινιάζει η Librarian, «γράψε, γράψε για το blog μας, όλο το αμελείς τον τελευταίο καιρό». Και δεν είναι ότι δεν το θέλω, το ζήτημα του χρόνου είναι και ήταν πάντα πιεστικό. Είναι, το έχω ψυχολογήσει, ότι η λεγόμενη κρίση κάπως με επηρέασε, με χάλασε, με ξεθεμελιώνει ύπουλα γκρεμίζοντας, ακυρώνοντας σκέψεις. Προσπαθώ να στέκομαι ή καλύτερα γραπώνομαι από πράγματα να μην γλιστρήσω πιο αλλού.
Μεγάλη χαρά μου έδωσε ο πίνακας της Μαριέλας από την έκθεση «Καφές και ανάγνωση». Καφέ δεν πίνω, από διάβασμα εντάξει. Τον παρέλαβα χτες με μια γελαστή κουβέντα πάνω σε θέματα αγαπημένα. Δεν τον κρέμασα ακόμη, τον ακούμπησα απέναντι από το κρεβάτι μου, σε ένα ράφι. Τον κοίταζα για παρηγοριά το βράδυ που τσούλησε πολύ αργά με την βροχή να χτυπάει όπου βρει, τον κοιτάζω και τώρα με την χαρά της νέας πρόσκτησης που ανεβάζει τα κουράγια.

Το βιβλίο που ήθελα να παρουσιάσω σήμερα είναι του Francis Haskell (1928-2000) που δίδαξε ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κοντά τριάντα χρόνια. Τα θέματα που τον τράβηξαν και μελέτησε έφεραν νέες ματιές: η ιστορία του γούστου –τι μας αρέσει, τι μας ευχαριστεί, πότε και πώς συμβαίνει το μαζικό φαινόμενο του συρμού- και η κοινωνιολογία του πολιτισμού. Το βιβλίο του γραμμένο το 1988 αλλά φρεσκομεταφρασμένο τον Σεπτέμβριο του 2013 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, καθιερωμένες ως ΠΕΚ για συντομία και χαϊδευτικά τιτλοφορείται Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης (μετάφραση Παναγιώτης Ιωάνου). Δεν είναι βαρύ ούτε στριφνό στην κατανόησή του. Είναι έκδοση φροντισμένη με καλοτυπωμένη εικονογράφηση, τόσο συνδεδεμένη με το αντικείμενο που επεξεργάζεται τόσο απαραίτητη για να φτιάξει κανείς αίσθηση. Ως πρώτο βιβλίο τέχνης ο Χάσκελ καθιερώνει την πολύχρονη προσπάθεια με την πρωτοβουλία του συλλέκτη Πιέρ Κροζά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με συγγραφέα τον Πιέρ-Ζαν Μαριέτ που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1729. Το βιβλίο τέχνης, όρος ασαφής από μόνος του, καλείται να διαχειρίζεται τον έντυπο χώρο που διαθέτει με ισομέρεια ανάμεσα στο κείμενο και την απεικόνιση στην οποία αναφέρεται. Δεν είναι απλή συρραφή εικονογραφημένων εκτυπώσεων. Σήμερα, πολλά μπορεί να είναι αυτονόητα, στο ξεκίνημά τους όμως δεν ήταν. Άνοιξαν δρόμο, θέσπισαν, όρισαν κάτι καινοφανές. Απαραίτητη η συμβολή των τεχνικών επιτευγμάτων, χωρίς αυτά τα προχωρήματα, τις κατακτήσεις δεν θα ήταν δυνατή η ύπαρξη του βιβλίου τέχνης. Η δημοσιοποίηση των βασιλικών, αριστοκρατικών ιδιωτικών συλλογών που απευθύνονταν σε ένα μεγαλύτερο κοινό, που μπορούσαν να γίνουν ορατές, όχι απευθείας αλλά με όχημα το έντυπο. Μια κατάκτηση με φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Διαφωτισμού γιατί πετύχαινε μια μεγαλύτερη διευρυμένη επικοινωνία κατορθωμάτων του πολιτισμού και της διανόησης, η έννοια του κοσμοπολιτισμού χωρίς σύνορα ήταν παρούσα, και χαλάρωνε την καθιερωμένη ιεραρχία. Καταλήγοντας, τα βιβλία παίρνουν χίλιες μορφές, έχουν κάνει και φέρνουν τόσα εμπλουτιστικά στην ζωή μας που δεν μπορεί παρά να είναι θαυμαστά. Και μοιραστικά.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Δύο εκθέσεις του Μουσείου Μπενάκη

Είναι γνωστό ότι οι πίνακες ζωγραφικής με θέμα το βιβλίο και την ανάγνωση μου αρέσουν ιδιαίτερα, ειδικά όταν μπορώ να προμηθευτώ τους πίνακες αυτούς σε μορφή κάρτας, δεν χάνω την ευκαιρία. Έτσι ξεκίνησα μια συλλογή από διάφορα μουσεία τα οποία έχω επισκεφθεί και έχω εντοπίσει πίνακες του καλλιτέχνη που απεικονίζουν στιγμές ανάγνωσης. Η Έλλη βέβαια είχε νωρίτερα από εμένα αυτήν την ιδέα και η συλλογή της είναι ασυναγώνιστη.

Πρόσφατα επισκέφτηκα το Μουσείο Μπενάκη το κτίριο της οδού Πειραιώς με σκοπό να δω, μετά από παρότρυνση της Roadartist και της σχετικής ανάρτησής της, τη φωτογραφική έκθεση με τίτλο Ελληνικές θάλασσες: ένα φωτογραφικό ταξίδι μέσα στο χρόνο. Και ήταν πράγματι ένα ταξίδι και στην ιστορία της φωτογραφίας αλλά και της Ελλάδας γενικότερα, καθώς με το πέρασμα των χρόνων έβλεπες την εξέλιξη της φωτογραφίας καθώς και του μέρους που απεικόνιζε.
Εκείνη τη μέρα είχαμε την ευκαιρία να επισκεφτούμε και δεύτερη έκθεση καθώς μόλις εκείνο τον καιρό είχε ξεκινήσει η εικονογράφηση της αυτοβιογραφίας του Γιάννη Τσαρούχη με έργα του καλλιτέχνη και πληροφορίες για τη ζωή του.
Η έκθεση αυτή αποτελεί το πρώτο μέρος από τα συνολικά δύο που θα παρουσιαστούν, θα διαρκέσει μέχρι τις 27/7/2014 και περιλαμβάνει τα πρώτα χρόνια της ζωή του καλλιτέχνη και τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα. Διακρίνονται οι επιρροές, οι άνθρωποι και τα γεγονότα που τον στιγμάτισαν, εκείνοι που τον δίδαξαν, τον ενθάρρυναν ή τον αποθάρρυναν.

Στο πωλητήριο του μουσείο εντόπισα σε κάρτες δύο έργα το Τσαρούχη που δεν γνώριζα και ήταν ιδανικές για τη συλλογή μου.
Το πρώτο έχει τίτλο "Τέσσερις άνδρες σε καφενείο ζωγραφισμένοι εξ απροόπτου" και χρονολογία 1927, τον δημιούργησε δηλαδή στα 17 του χρόνια. Ο Τσαρούχης είναι γνωστό ότι προτιμά να ζωγραφίζει αντρικές φιγούρες οπότε δεν ήλπιζα ότι θα βρω αναγνώστριες. Στον πίνακα απεικονίζονται οι τέσσερις άνδρες να κάθονται σε ανοιχτό χώρο, οι δύο να συνομιλούν ο ένας να διαβάζει εφημερίδα και ο τέταρτος με ένα ανοιχτό τετράδιο στο πόδι να γράφει. Θα ήθελα να τοποθετήσω την εικόνα αυτή στην πλατεία Δεξαμενής και τους άντρες αυτούς να ανήκουν στη λογοτεχνική γενιά του '30, γιατί όχι;


Το δεύτερο έργο του φέρει τον τίτλο "Κουρείο στο Μαρούσι" με τη χρονολογία 1947.
Με αισθητή τη διαφορά των είκοσι ετών που έχουν μεσολαβήσει απεικονίζεται ένας άντρας να διαβάζει (έτσι μου φαίνεται) σκεπτικός σε μια γωνία του μαγαζιού του καθώς περιμένει. Η αλήθεια είναι πως αν δεν είχε αυτόν τον τίτλο με τόσους πίνακες γύρω του θα ήμουν σίγουρη πως βρίσκεται στο σπίτι του και όχι στον εργασιακό του χώρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό το κουρείο θα ήταν ξεχωριστό, το ίδιο και ο κουρέας-αναγνώστης.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ημερολόγιο 2014 για την ανάγνωση


"Ο αμερικάνος συγγραφέας και ντιλετάντης Λόγκαν Πέαρσαλ Σμιθ είπε κάποτε: "Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι το σημαντικό είναι η ζωή˙ όμως εγώ προτιμώ το διάβασμα". Όταν διασταυρώθηκα για πρώτη φορά με τούτο τον αφορισμό τον θεώρησα πνευματώδη˙ τώρα τον βρίσκω όπως μου συμβαίνει με πολλά αποφθέγματα ολισθηρό και ψευδή.
Η ζωή και το διάβασμα δεν είναι χωριστές δραστηριότητες.
Η διάκριση είναι πλαστή (όπως όταν ο Γέητς φαντάζεται ότι πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα "στην τελειότητα της ζωής ή του έργου"). Όταν διαβάζεις ένα σπουδαίο βιβλίο, δεν δραπετεύεις από τη ζωή. Βυθίζεσαι σ' αυτήν. Μπορεί να υπάρχει μια επιφανειακή απόδραση σε διαφορετικές χώρες, ήθη, γλωσσικά σχήματα, όμως αυτό που κατά βάθος κάνεις είναι να διερευνήσεις τους τρόπους με τους οποίους κατανοείς τις λεπτές αποχρώσεις της ζωής, τα παράδοξά της, τις χαρές της, τους πόνους και τις αλήθειες της. Η ανάγνωση και η ζωή δεν εξελίσσονται ξεχωριστά  συμβιώνουν. Και για το σοβαρό έργο της φαντασιακής ανακάλυψης και της αυτογνωσίας υπάρχει και παραμένει ένα και μόνο τέλειο σύμβολο: το έντυπο βιβλίο".

Αυτά αναφέρει ο Τζούλιαν Μπαρνς στην ερώτηση "Διαβάζουμε λοιπόν˙ αλλά γιατί;", ερώτηση που τέθηκε σε συγγραφείς και συνεργάτες των εκδόσεων Μεταίχμιο με σκοπό να δημιουργηθεί το ημερολόγιο του 2014. Ένα ξεχωριστό ημερολόγιο με σκέψεις ανθρώπων που προσπαθούν να απαντήσουν σε ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί από τους λάτρεις της ανάγνωσης με λίγες και μόνο λέξεις. Ανά τρεις και τέσσερις μέρες μια χρωματιστή σελίδα που περιγράφει τη μαγεία της ανάγνωσης, την επίδραση των βιβλίων από τότε που ήρθαμε σε επαφή με τον μαγικό κόσμο του παραμυθιού έως σήμερα.

Με λίγες λέξεις απαντά ο Ευγένιος Τριβιζάς "Διαβάζουμε για να αλλάζουμε".

Δεν ξέρω αν αλλάζουμε πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγαλώνοντας η επιθυμία για μυθ-ιστορίες παραμένει.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Μεταίχμιο για το αντίτυπο που μου προσέφεραν να μου κρατάει συντροφιά το έτος ετούτο.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Ο γέρος και η θάλασσα

Ο Μαραμπού διάβασε και μετά από πολλές πιέσεις μας έστειλε την συντομότερη ανάρτηση που θα μπορούσε να γράψει.

Ο Χέμινγουεϊ δεν είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Μοιράζομαι ανάμεσα στις κριτικές που λένε ότι έχει γράψει μερικά πολύ άσχημα βιβλία και σε εκείνες που ισχυρίζονται ότι έχει γράψει αριστουργήματα.  Επιμένω να συντάσσομαι με τις πρώτες! Όμως, η νουβέλα του, “Ο γέρος και η θάλασσα” είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο.
Πρόκειται για την περιπέτεια ενός γέρου Κουβανού ψαρά ο οποίος πιάνει έναν μεγάλο ξιφία και ύστερα από τρία μερόνυχτα μάχης καταφέρνει να τον υποτάξει. Καθώς όμως επιστρέφει στο λιμάνι, οι καρχαρίες καταβροχθίζουν το κουφάρι του ξιφία, με αποτέλεσμα ο ψαράς να φθάσει πίσω με ένα τεράστιο ψαροκόκαλο δεμένο στην βάρκα του. Εντυπωσιάζει η  όμορφη επιλογή των λέξεων καθώς και η μάχη του γέρου με το ψάρι (και κατ' επέκταση με την φύση), όπου η συνήθεια του γέρου να μονολογεί ολομόναχος πάνω στην βάρκα στην απόλυτη ερημιά της θάλασσας, προσδίδει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα στην αφήγηση. Αναπόφευκτα, σε όλη την έκταση του βιβλίου και σίγουρα στο τέλος του, διαφαίνεται ένας έντονος συμβολισμός, ο οποίος ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως.
Μεγάλη πρωταγωνίστρια σε έργα αυτού του είδους, είναι φυσικά η θάλασσα! Μπορεί να μην έχει τον βίαιο χαρακτήρα του “Τυφώνα” του Κόνραντ, ούτε το ανεξήγητο μυστήριο του “Μόμπι Ντικ”, διαθέτει όμως μια διακριτική παρουσία που γοητεύει, ικανή να σε κάνει να την αναπολείς μέσα από τις μυστηριακές φλόγες του αναμμένου τζακιού!


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ένα μαγικό παραμύθι των εκδόσεων Κίχλη

Οι εκδόσεις Κίχλη το έχουν καταφέρει.
Με πέντε χρόνια παρουσίας στην ελληνική βιβλιαγορά και με ούτε σαράντα τίτλους στον κατάλογο τους, έχουν καταφέρει να αποτελούν εγγύηση αναγνωστικής απόλαυσης.
Η μικρή κίχλη στη ράχη ενός βιβλίου αρκεί για να σε πείσει ότι το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί.
Ο δε συνδυασμός ενός συγγραφέα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ενός ονειρικού τίτλου με τον υπότιτλο "μαγικό παραμύθι" και ενός χάρτινου εξωφύλλου με απλά χρώματα σε κάνει να μην μπορείς να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από αυτό το βιβλίο.
Ακόμη κι αν βρίσκεσαι όλη μέρα ανάμεσα σε χιλιάδες εξώφυλλα.
Δεν θα ησυχάσεις άμα δεν το διαβάσεις.
Κάπως έτσι συνέβη με τα Πορφυρά πανιά του Ρώσου Aleksandr Grin (1880-1932).
Από τις νέες εκδόσεις είναι πολλά εκείνα τα βιβλία που θα ήθελα να διαβάσω, ίσως να τα διαβάσω τα επόμενα χρόνια ίσως και ποτέ, αλλά όταν βρέθηκα στο Booktalks και είπα θέλω να αγοράσω ένα βιβλίο, χωρίς πολλή σκέψη ήθελα αυτό το βιβλίο.
Και είναι αυτό ακριβώς που μου είχε τάξει ο υπότιτλος: ένα παραμύθι σίγουρα μαγικό. Μια λαϊκή παραβολή εμπλουτισμένη ούτως ώστε να μην είναι μια γραπτή καταγραφή μιας ιστορίας που έζησε από στόμα σε στόμα. Η πιο καλογραμμένη ιστορία αγάπης που έχω διαβάσει.
Και να 'μαι τώρα εδώ να μιλάω γι' αυτό το βιβλίο χωρίς καν να το έχω τελειώσει.
Μάλλον γιατί μου έδωσε την αφορμή να αφήσω εδώ ένα απόσπασμα από, τι άλλο, την περιγραφή μιας βιβλιοθήκης.

"Αυτό συνέβη στη βιβλιοθήκη. Η ψηλή της πόρτα, με το θαμπό γυαλί στο πάνω μέρος, ήταν συνήθως κλειδωμένη, όμως ο σύρτης μόλις που κρατιόταν από την εσοχή του θυρόφυλλου. Πιέζοντας με το χέρι, η πόρτα υποχωρούσε κι άνοιγε. Όταν, παρακινημένος από το ερευνητικό του πνεύμα, ο Γκρέυ μπήκε στη βιβλιοθήκη, εντυπωσιάστηκε με το σκονισμένο φως, η δύναμη και η ιδιαιτερότητα του οποίου οφείλονταν στο χρωματιστό σχέδιο που υπήρχε στο επάνω μέρος του τζαμιού των παραθύρων. Επικρατούσε μια ησυχία εγκατάλειψης εδώ, που θύμιζε νερό λίμνης. Σκοτεινές σειρές από ράφια βιβλιοθήκης έφταναν σε μερικά σημεία μέχρι τα παράθυρα, που δεν μπορούσαν να ανοίξουν τελείως. Ανάμεσα στις βιβλιοθήκες υπήρχαν διάδρομοι με στοίβες βιβλίων. Εδώ κι εκεί βρίσκονταν διάσπαρτα ένα ανοιχτό λεύκωμα με σκισμένα τα μεσαία φύλλα, κύλινδροι δεμένοι με χρυσά κορδόνια, σωροί από θλιβερά στην όψη βιβλία, παχιά στρώματα από χειρόγραφα, ένα βουναλάκι από τόμους-μινιατούρες που, όταν τους άνοιγες, έτριζαν σαν φλοιός, σχέδια και πίνακες, σειρές νέων εκδόσεων, χάρτες, κάθε είδους εξώφυλλα, χοντροκομμένα, κομψά, μαύρα, παρδαλά, μπλε, γκρίζα, χοντρά, λεπτά, τραχιά και λεία. Οι βιβλιοθήκες ήταν παραφορτωμένες με βιβλία. Έμοιαζαν με τοίχους που πίσω από τον όγκο τους είχαν φυλακίσει τη ζωή. Στην αντανάκλαση του γυαλιού της βιβλιοθήκης διαγράφονταν άλλες βιβλιοθήκες, σκεπασμένες με άχρωμες, αστραφτερές κηλίδες. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι έστεκε μια τεράστια υδρόγειος σφαίρα, κλεισμένη στον μπακιρένιο σφαιρικό σταυρό που σχημάτιζαν ο ισημερινός και ο μεσημβρινός."

Περισσότερα για τα Πορφυρά πανιά θα βρείτε εδώ.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου

Ο Μαραμπού διάβασε και μας έστειλε εντυπώσεις.


Όσοι έχετε ένα σχετικό πάθος με το σκάκι, σίγουρα θα έχετε συναντήσει το όνομα του Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp), είτε σε φωτογραφίες όπου απεικονίζεται ο ίδιος να παίζει σκάκι είτε σε μερικές δημιουργίες του που έχουν ως θέμα το δημοφιλές αυτό παιχνίδι. Όσοι πάλι, έχετε πάθος με την λογοτεχνία, αν ανατρέξετε στα εξώφυλλα της «Σκακιστικής νουβέλας» από τις εκδόσεις Άγρα, θα ευτυχήσετε να κάνετε μια πρώτη γνωριμία μαζί του!
Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις που έδωσε ο Μαρσέλ Ντυσάν στον Πιερ Καμπάν (Pierre Cabanne) το 1966, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, παρατήρησα μία συχνότατη αναφορά σε φράσεις όπως: «ήταν διασκεδαστικό», «με διασκέδασε πολύ», «ήταν κάπως αδιάφορο», «μου φάνηκε εντελώς αδιάφορο».  Αυτές οι φράσεις περικλείουν την ηθική στάση του Μαρσέλ Ντυσάν, που κράτησε όλη του την ζωή, «ένας από τους πλέον ευφυείς καλλιτέχνες του 20 αιώνα», σύμφωνα με την γνώμη του Αντρέ Μπρετόν.
Ξεκίνησε ως ζωγράφος την περίοδο του Φωβισμού και του Κυβισμού αλλά αποξενώθηκε γρήγορα από τα παραδοσιακά μέσα όταν κατάλαβε ότι όλη η ζωγραφική τέχνη αποτελούσε μια οπτική γλώσσα – τη γλώσσα του αμφιβληστροειδούς! Συμπορεύτηκε με τους Σουρεαλιστές, σε μια παράλληλη πορεία, οι οποίοι προσπάθησαν κάπως να ξεφύγουν από την αμφιβληστροειδή γλώσσα.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Ντυσάν επινόησε έναν νέο τρόπο προσέγγισης, χρησιμοποιώντας το γυαλί ως επιφάνεια δημιουργίας αντί του μουσαμά, πάνω στον οποίο τα χρώματα ατονούν και βρομίζουν με το πέρασμα των χρόνων. «Το Μεγάλο Γυαλί ήταν μια άρνηση κάθε αισθητικής, με την συνηθισμένη έννοια της λέξης».
Ο Μαρσέλ Ντυσάν είναι περισσότερο γνωστός για τις δημιουργίες ready-made, βιομηχανικά έτοιμα προϊόντα όπου με κάποιες φράσεις ενσωματωμένες πάνω τους, «επιθυμεί την μεταφορά της σκέψης του θεατή σε άλλες σφαίρες που έχουν περισσότερη σχέση με τον λόγο». Με εντυπωσίασαν πολύ οι φράσεις-λογοπαίγνια (αποτελέσματα των σουρεαλιστικών παιχνιδιών που πραγματοποιούνταν συχνά στις συναντήσεις των Σουρεαλιστών) που συνοδεύουν τα ready-mades, όπου πράγματι, ταξιδεύουν το θεατή σε άλλες νοητικές σφαίρες. Τα λογοπαίγνια λειτουργούν μόνο στην γαλλική γλώσσα, αλλά υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, πολλές επεξηγήσεις του μεταφραστή, όπου πετυχαίνει μια κάποια συνάφεια με την ελληνική γλώσσα.
Ο Ντυσάν συνήθιζε να αναφέρεται στις δημιουργίες του με την λέξη «πράγματα». Όπως ο ίδιος αναφέρει, η λέξη «art» προέρχεται από τα Σανσκριτικά και σημαίνει «κάνω»! Ο Μαρσέλ Ντυσάν έκανε πράγματα που τον διασκέδαζαν (γι' αυτό και οι τόσες αναφορές της λέξης “διασκεδάζω”),  αδιαφορώντας (να και η έτερη λέξη!) για το νόημα που κανονικά θα έπρεπε να φωλιάζει στα έργα του. Δεν αποδεχόταν τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι, που θεωρεί ότι οφείλει τον εαυτό του στο κοινό. Υπήρξε ένας αντι-καλλιτέχνης, βαθιά καλλιτεχνικός. «Προτιμώ να ζω, να αναπνέω, παρά να δουλεύω. Δεν θεωρώ ότι η δουλειά που έκανα θα έχει μια οποιαδήποτε σημασία από κοινωνική άποψη στο μέλλον. Επομένως, αν θέλετε, η τέχνη μου είναι να ζω˙ κάθε δευτερόλεπτο, κάθε ανάσα είναι έργο που δεν γράφεται πουθενά, που δεν είναι ούτε ορατό ούτε εγκεφαλικό. Είναι ένα είδος μόνιμης ευφορίας».
Η έκδοση της Άγρας είναι πολυτελής, με δεκάδες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των «πραγμάτων» του Ντυσάν για τα οποία γίνεται λόγος στο κείμενο της συνέντευξης καθώς και επίμετρο, με επιλεγμένα κείμενα καλλιτεχνών από το κύκλο των Σουρεαλιστών. Μετά την ανάγνωση, αρκεί να πείτε, «Με διασκέδασε πολύ!» ή «Μου φάνηκε εντελώς αδιάφορο!» είναι σίγουρο ότι, ο Μαρσέλ Ντυσάν, θα συμφωνούσε με οποιαδήποτε από τις δύο γνώμες!

Το βιβλίο αυτό ήταν το πρώτο μου απόκτημα, από το νεογέννητο βιβλιοπωλείο Booktalks, αποτέλεσμα βιβλιοφιλικής συνεύρεσης της Κατερίνας Μαλακατέ και του Librofilo.

ΥΓ. Εκεί θα είμαστε σήμερα για ένα μεσημεριανό καφεδάκι για να ζηλεύει ο Μαραμπού...