Είναι ένα πιτσιρίκι διαφορετικό από τα άλλα γιατί εκείνο όλα γύρω τα θεωρούσε «κάλπικα». Το μόνο που ήθελε ήταν να μην μπορούσε ούτε να μιλάει ούτε να ακούει, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζε την ησυχία του. Ή να είχε μια φάρμα, κάπου μακριά, σε ένα μέρος ήσυχο, να ζούσε μόνος, με τον κήπο του και τα ζώα του. Να μεγάλωνε τα παιδιά του κρύβοντάς τα από τον κόσμο δίνοντάς τους μόνο βιβλία.
Είναι ένα πιτσιρίκι που για τρεις μέρες διαλέγει να αποδράσει από την πραγματικότητα και να τους αφήσει όλους πίσω.
Είναι ο θάνατος του αδερφού του, του μιλάει αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να τον ακούσει,
είναι και η αποβολή από το σχολείο, ένα ακόμη σχολείο που τον διώχνει, δεν τον νοιάζει τι θα πουν οι δικοί του αλλά φοβάται,
είναι και ολόκληρη η κοινωνία που είναι και αυτή… κάλπικη.
Περιπλανιέται, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό, παρατηρεί γύρω του, ψάχνει τους ανθρώπους του, βυθίζεται στις σκέψεις του και εμείς κρυφός παρατηρητής και συνοδοιπόρος.
Δίχως ενοχές σκεφτόμαστε τις σκέψεις του.
Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένα πιτσιρίκι διαφορετικό από τα άλλα, γιατί έχει άσπρες τρίχες στα μαλλιά του και είναι και ψηλός πολύ και έτσι μοιάζει με μεγαλύτερος, τόσο μεγαλύτερος που καμιά φορά του σερβίρουν αλκοόλ.
Ο αμερικάνος συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έγραψε το βιβλίο του το 1951 και αν κάτι με εντυπωσίασε περισσότερο είναι η γλώσσα και το ύφος που χρησιμοποιεί:
Το βιβλίο αυτό συγκαταλέγεται στα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις, και αν το διαβάσεις σε εφηβική ηλικία ακόμη καλύτερα.
Συνεχώς αναρωτιόμουν, καθώς διάβαζα, πως θα ήταν το κείμενο στο πρωτότυπο. Χωρίς καμία αμφιβολία η μετάφραση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη ήταν δύσκολη υπόθεση.
«Το βιβλίο το ξαναδιάβασα επιτέλους. Και δε με πρόδωσε. Κατακαλόκαιρο του '68 μού το 'χε φέρει ο Νίκος, ο παιδικός μου φίλος που ήθελε να γίνει Χόλντεν, κι έγινε τελικά παιδοψυχίατρος. Λέω και ξαναλέω «το βιβλίο», σαν ν' αποφεύγω τον τίτλο. Ο φύλακας στη σίκαλη. Ποτέ δεν το συνήθισα έτσι όπως έγινε στα ελληνικά το Catcher in the Rye. Η κυριολεκτική μετάφρασή του ήταν δρακόντειος όρος στο συμβόλαιο, κι ο Γιώργος Βαμβαλής, ο εκδότης, πάλευε να τους διαβιβάσει την απελπισία μου, πού να τον βρούμε εμείς τον catcher, πού τη σίκαλη, εκτός από τις φρυγανιές. Δε σήκωναν κουβέντα. Η λέξη «φύλακας» ήταν η τελευταία παραχώρηση. Eνας τερματοφύλακας λειψός. Πριν απ' το τέρμα ενός γκρεμού. Το «βιβλίο» λοιπόν. Από το 1968 και μέχρι σήμερα είναι σταθερά το πιο αγαπημένο μου. Eνα κομμάτι μου που αιμορραγεί αόρατα, τρυπημένο από αόρατη σφαίρα.».
Αυτά μεταξύ άλλων έγραψε η μεταφράστρια στην Καθημερινή το 2006 και η αγάπη της για το βιβλίο που μετέφρασε με έκανε να πιστέψω ακόμη περισσότερο πως η μετάφρασή του δεν ήταν μόνο δύσκολη αλλά αναμφίβολα ήταν και μια εξαιρετική δουλειά.
Πολλούς προβληματισμούς μου γεννά η κίνηση του 90χρονου σήμερα συγγραφέα που μήνυσε εκείνον που προσπάθησε να γράψει τη συνέχεια του βιβλίου. Δεν ξέρω αν θίγονται τα πνευματικά δικαιώματά του ή αν θίγεται η ελευθερία του λόγου που εκφράζεται μέσα από τη λογοτεχνία.