Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Δεν μου είναι δυνατόν να απομακρυνθώ ακόμα από τα γεγονότα. Στέκονται εμπόδιο σε όλα όσα έκανα με χαρά και ένα αίσθημα κοινωνίας. Να συνεχίζει κανείς σαν να μην συμβαίνει τίποτα γίνεται; δεν γίνεται. Να προσθέσω κάτι περισσότερο, δεν είμαι έτοιμη. Επωάζεται. Μπορεί να βγει, μπορεί πάλι όχι. Θα δείξει. Από την άλλη να απομακρυνθώ για πολύ από τις Voltitses και πάλι δεν γίνεται.
Πριν συμβούν όλα αυτά, στο πρόγραμμα ήταν ένα παιδικό βιβλιοβιβλίο, λόγω των εορτών και του εμφατικά παιδικού χαρακτήρα που τους δίνονται. Έμεινε στα σχέδια αυτό, δεν αποκαλύπτω τον τίτλο του, και παραμένει για το μέλλον γιατί το κυνήγι δεν έχει τελειώσει. Για παιδικό βιβλίο θα γίνει λόγος, όχι όμως της τάξης των βιβλιοβιβλίων.
Τα παιδικά ανάμεσα στα άλλα είναι προβολές των μεγάλων που πιάνουν το νήμα ξανά και ξανά απαρχής, σε μια ατέρμονη προσπάθεια διάπλασης πιο ανθρωπερών ανθρώπων μέσα από ιστορίες ζώων, φανταστικών πλασμάτων σε κόσμους αλλοπαρμένους, εξωγήινους και βάλε. Τεχνική γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια, πλατιά διαδεδομένη, αποτελεσματική μάλλον και αξεπέραστη. Τα παιδικά είναι παιχνίδια της πραγματικότητας και της φαντασίας, των φόβων και των προσδοκιών, του ξύπνιου και του ύπνου, των ζωγραφιών και των λέξεων και κουβαλάνε, σε διαφορετικό βαθμό ασύνειδα, μηνύματα διάφορα. Συχνά προσπαθούν να αμβλύνουν και να ξεκόψουν το λεγόμενο ζωώδες μας (ενώ στην διήγηση πρωταγωνιστούν ζώα, μια παράξενη αντίφαση), τα πρωταρχικά ένστικτα και την βία με την οποία εκφράζονται και ενισχύουν αισθήματα συλλογικότητας και συντροφικότητας, κατανόησης του περιβάλλοντος, ανθρώπινου, φυσικού, τεχνητού...



Παλιός και σταθερός τροφοδότης βιβλίων ο Λεωνίδας πάτησε και στην χώρα των παιδικών με τον Μεγάλο Λύκο και τον Μικρό Λύκο της Nadine Brun-Cosme, σε εικονογράφηση Olivier Tallec, μετάφραση της Γεωργίας Τσάκωνα, από τις εκδόσεις Ηλίβατον του 2008.
Ανοίγω το βιβλίο των λύκων και με πιάνει η μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χρώματος, με πιάνουν και τα ίδια τα φωτεινά χρώματα. Ο στερεότυπος κακός λύκος (όπως παρουσιάζεται στην Κοκκινοσκουφίτσα, στον Πέτρο και τον Λύκο, στα Τρία Γουρουνάκια, Τα Κατσικάκια, στους μύθους του Αισώπου, και αλλού βέβαια) εδώ είναι μαύρος, μεγάλος με μουσούδα μακρουλή, δεν είναι κακιασμένος, πονηρός, πεινασμένος αλλά μοναχικός, σε μια μοναξιά που δεν θέλει να αλλάξει. Έβλεπε τον μικρό λύκο, μια κουκίδα να πλησιάζει και ανησύχησε. Το μέγεθός του τον καθησύχασε. Στο ίδιο δέντρο από κάτω, δεν μιλούσαν, κοιτάζονταν με πλάγιες ματιές. Μετά ο Μεγάλος Λύκος άρχισε να κάνει χειρονομίες φροντίδας προς τον μικρό λύκο, στον ύπνο, στο φαγητό, στην καθημερινή ζωή. Μετά ο μικρός λύκος εξαφανίζεται και ο Μεγάλος Λύκος νιώθει θλίψη. Τον περιμένει και τον περιμένει ώσπου μια μέρα εμφανίζεται και πάλι. Ο Μεγάλος Λύκος ανησυχεί ότι θα έχει μεγαλώσει σαν και εκείνον αλλά ο μικρός λύκος δεν έχει αλλάξει μέγεθος, δεν είναι νεαρός σε ηλικία λύκος, είναι λύκος άλλης ράτσας που παραμένει μικρόσωμη και φέρνει λίγο προς το μπλε. Τόσο καιρό ήταν εκεί κάτω, μόνος και αυτός, στην άλλη πλευρά του λόφου. Είχαν λείψει ο ένας στον άλλο και τώρα το ήξεραν, δεν είχαν λόγο να μένουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Οι ανόμοιοι λύκοι της ιστορίας, ο Μεγάλος και ο μικρός μπορούν να ζήσουν μαζί και να είναι περισσότερο από καλά. Μάλλον και άλλοι λύκοι και άλλα ζώα, του ίδιου γένους αλλά και άλλων, θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί και τέλος πάντων, αφού το μπορούν οι λύκοι γιατί να μην μπορούν οι άνθρωποι.

Το διάβασμα είναι υγεία, εύχομαι λοιπόν πολύ καλή υγεία σε όλους!


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Virginia Woolf


Έχουν γραφεί πολλά, για τη ζωή της, για το έργο της, τόσα πολλά που δεν θα βρω τίποτα καινούριο να πω. Όταν όμως με ρωτούν ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας, ηλίθια ερώτηση έχω τόσους, είναι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο μυαλό.
Είναι οι απόψεις της, που δεν ταιριάζουν σε εκείνη την εποχή, η θέλησή της να αλλάξει κάτι και ίσως να άλλαξε. Είναι η ζωή της, μια μόνιμη θλίψη, που ονόμασαν αρρώστια, μεταπτώσεις στη ψυχολογία της, πονο-
κέφαλοι, φόβοι, αγωνίες για το πώς θα αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες τα βιβλία της, τα δημιουργήματά της. Είναι ο τρόπος γραφής της, που οι λέξεις ηχούν σα μελωδία, αρμονικά συνδέονται η μία με την άλλη και δημιουργούν εικόνες που με ταξιδεύουν σε ήχους που άκουσα αλλά δεν πρόσεξα. Σα μαθηματική εξίσωση οι τρεις αυτές έννοιες συνδέονται και οδηγούν στο αποτέλεσμα, που είναι η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό όταν με ρωτάνε για συγγραφείς.
Πριν διαβάσω τα βιβλία της έμαθα για τη ζωή της. Ένα τεύχος του περιοδικού Διαβάζω που κυκλοφόρησε στις 22/10/1986 και έπεσε στα χέρια μου πολύ αργότερα, είχε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο της, πλούσιο σε φωτογραφικό υλικό. Στηριγμένο στη ζωή της και σε ένα από τα βιβλία της, το βιβλίο "Οι ώρες" του Michael Cunningham των εκδόσεων Λιβάνης, μου είχε κάνει αρκετή εντύπωση, όπως και η διασκευή του στον κινηματογράφο, η οποία με είχε καθηλώσει, εξαιρετικές ερμηνείες. Η πρώτη βιογραφία της που εντόπισα στα ελληνικά ήταν από τις εκδόσεις Θεμέλιο στη σειρά "Συγγραφείς για πάντα". Δυστυχώς αυτό το βιβλίο, χωρίς να με είχε ικανοποιήσει ιδιαίτερα, το δώρισα και δεν υπάρχει πια στη βιβλιοθήκη μου. Οι εκδόσεις Κασταλία το 2006 εξέδωσαν άλλη μια βιογραφία της σε πολύ κακής ποιότητας χαρτί, που μου θυμίζει τα βιβλία των εκδόσεων Bell, την οποία ποτέ δε διάβασα.
Επιτέλους μετά από πολλά χρόνια που διαβάζω ό,τι πέφτει στα χέρια μου σχετικό με την Virginia Woolf διάβασα ίσως την καλύτερη βιογραφία, η οποία εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Μελάνι. Όποτε διαβάζω βιογραφίες συγγραφέων το ίδιο πάντα συναίσθημα: ένα παράθυρο στις ζωές των άλλων, άπληστα κοιτώ, να ανακαλύψω την αλήθεια πίσω από τις λέξεις τους, μήπως και καταλάβω το μυστικό, της συγγραφής το μυστικό. Ο Werner Waldmann στηριζόμενος σε όλα τα βιβλία της και κυρίως στα ημερολόγιά της αποδίδει εντελώς αντικειμενικά μια εποχή, μια ζωή, μια αρρώστια αλλά και υπό ποιες συνθήκες έγραψε όλα της τα έργα.
Στέκομαι στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον εκδοτικό οίκο Χόγκαρθ Πρες, που ξεκίνησε την παραγωγή βιβλίων το 1917. Εδώ αποτυπώνεται η αγάπη της Woolf για το βιβλίο και ως αντικείμενο. Η χαρά της να στοιχειοθετεί και να τυπώνει, να επιλέγει κείμενα, να κρατά στα χέρια της το βιβλίο ολοκληρωμένο, είχε σαν αποτέλεσμα την βελτίωση της υγεία της, της ψυχολογίας της:
"Για τους Γουλφ οι εκδόσεις αποτελούσαν ένα χόμπι, ένα αντίβαρο σε άλλες πλευρές της ζωής τους και μία συναρπαστική ασχολία, που ήταν στενά συνδεδεμένη με τη συγγραφή: για παράδειγμα και το πιο επιφανειακό στοιχείο αυτής της δουλειάς, το πώς δηλαδή προέκυπτε μέσα από τη χειρωνακτική εργασία η γλώσσα, γράμμα το γράμμα, ήταν κάτι που πάντα συνάρπαζε τη Βιρτζίνια.".
Θα έδινα πολλά για να αποκτούσα ένα αντίτυπο από το δικό τους εκδοτικό οίκο, πόσο μάλλον για το διήγημα "Kew Gardens" το δεύτερο βιβλίο της που έκδωσε το 1919...
Μέσα στις σελίδες του πέρασα τις χριστουγεννιάτικες ώρες μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, θαυμάζοντας τη Woolf ξανά και ξανά ως συγγραφέα, ως άνθρωπο.
Μια καλή έκδοση ακόμη και αισθητικά με φωτογραφικό υλικό που κοιτώ και ξανακοιτώ, με ένα εξώφυλλο το κλασικό πορτρέτο της, φροντισμένο έτσι ώστε να δείχνει αλλιώτικο χωρίς να χάνει τη θλίψη, κυρίαρχη πάντα στη ζωή της, στα κείμενα της.

Ευχαριστω την alef που πρώτη το διάβασε και μου μετέφερε τις σκέψεις της.

Από τα αγαπημένα μου βιβλία της τα Δοκίμια από τις εκδόσεις Scripta και συγκεκριμένα από το δοκίμιο με τίτλο "Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο", το οποίο έχω χρησιμοποιήσει ξανά και ξανά σε ό,τι έχω γράψει, επιλέγω τυχαία ένα κομμάτι για να κλείσω:

"Ονειρεύομαι μερικές φορές πως όταν έλθει η Ημέρα της Κρίσης (...) τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια: Ιδού κάποιοι που δε χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απομείνουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα".

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μαρία Μήτσορα

-->
Ας μιλήσουμε λίγο για Λογοτεχνία, έτσι για να ξεχαστούμε…
Δεν είμαι κριτικός Λογοτεχνίας, ίσως να μην μπορώ καν να ξεχωρίσω την καλή από την κακή λογοτεχνία, ωστόσο θεωρώ έναν συγγραφέα καλό όταν διαβάζοντάς τον μου έρχεται στο νου μια σκέψη: "Αν μπορούσα να γράφω, θα ήθελα να γράφω κάπως έτσι". Αυτή η σκέψη ήταν συνεχώς παρούσα όταν διάβαζα τις λέξεις της Μήτσορα.
Έχω διαβάσει αρκετά λογοτεχνικά βιβλία δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στην ξένη λογοτεχνία, κάτι στην εγχώρια δε με τραβάει, πουθενά όμως δεν έχω συναντήσει το ολόδικό της ύφος. Η γραφή της είναι κάτι σαν ένα παιχνίδι με λέξεις. Τις τοποθετεί χωρίς λογική σειρά αφήνοντας τον αναγνώστη να ερμηνεύσει τις σκέψης της όπως εκείνος θέλει. Να πλάσει εικόνες, να τις ξαναδιαβάσει και να πλάσει άλλες. Λέξεις, πολλές λέξεις, σε διαφορετική σειρά από αυτή που έχω συνηθίσει, ξέρει να τις χειρίζεται σαν να τις έχει δημιουργήσει η ίδια κι εξάλλου δηλώνει ότι θα ήθελε να τη λένε Λέξη, δικαίως.
Με το που εκδόθηκε το "Με λένε Λέξη", το Φεβρουάριο του 2008, ήθελα να το διαβάσω χωρίς να ξέρω τίποτα για τη γραφή της. Κάτι ο τίτλος, κάτι η σειρά "Η κουζίνα του συγγραφέα" από τις εκδόσεις Πατάκη, με έπειθαν. Πάντα με τραβούν οι βιογραφίες, μοιάζουν πιο αληθινές. Πρώτα όμως ήθελα να διαβάσω ένα παλαιότερό της βιβλίο για να τη μάθω. Το "Άννα, να ένα άλλο" κέρδισε κι ήταν το πρώτο βιβλίο της που διάβασα, απνευστί μέσα σε δύο βράδια. Διηγήματα τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο, αλλά σε όλα το ίδιο ακριβώς παιχνίδι. Τυχαία ήταν και το πρώτο βιβλίο της, που για πρώτη φορά είχε εκδοθεί το 1978. Στη συνέχεια, χωρίς καμία αμφιβολία αγόρασα την αυτοβιογραφία της, το μόνο που έμαθα γι' αυτήν ήταν η επιβεβαίωση για το πόσο πολύ μ' αρέσει η γραφή της. Το αντίτυπο μου είναι ενοχλητικά υπογραμμισμένο, σε όλες τις σελίδες, τόσο που είμαι σίγουρη ότι κανείς δεν μπορεί να το διαβάσει. Μα όλες οι προτάσεις θα ήθελα να ήταν δικές μου, υπογραμμίζοντας είναι σαν να τις κάνω με κάποιο τρόπο...
Το επόμενο ήταν το "Καλός καιρός/ μετακίνηση" εκεί οι ζαριές, αντί για κεφάλαια, ξετύλιγαν μια ιστορία με αρκετό συναίσθημα που με άφηνε λίγο αδιάφορη. Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται στις σελίδες κι αυτού του βιβλίου της. Υπογραμμίσεις κι εδώ σε προτάσεις όπως "φυσάει χώμα με αρμυρό νερό από μια μακρινή θάλασσα, που γίνεται κοντινή, τώρα έφτασε και αφρίζει κάτω απ' τα παράθυρα του νου".
Αυτά είναι τα βιβλία της που κυκλοφορούν, όλα από τις εκδόσεις Πατάκη. Υπάρχουν όμως και τρία που δεν υπάρχουν πια, ευελπιστώ σε κάποια επανέκδοση. Υπάρχουν, αλλά με δυσκολία τα βρίσκει κανείς.
Όπως βρήκα το "Ήλιος δύω" των εκδόσεων Οδυσσέας. Κι εκεί υπογραμμίσεις:
"Κι εγώ που έχω κάνει το λάθος να ζω για να ξεχνιέμαι δεν μπορώ να ξεχάσω την ιστορία ενός στόχου που τρέχει να βρει το βέλος του, με βιασύνη να στάξει αίμα".
Γράφοντας αυτές τις γραμμές με χαρά ανακαλύπτω ότι για τη Μήτσορα έχουν γράψει πολλοί και σίγουρα θα συνεχίσουν να γράφουν. Κάποια από αυτά σίγουρα θα έχουν φτάσει και στην ίδια. Σαν για επιβεβαίωση του τίτλου που επέλεξε να δώσει στο τελευταίο της βιβλίο.
Δεν είμαι κριτικός Λογοτεχνίας, ίσως να μην μπορώ καν να ξεχωρίσω την καλή από την κακή λογοτεχνία, αλλά αν μπορούσα να γράφω θα ήθελα να παίζω με τις λέξεις, όπως εκείνη.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Τα γεγονότα δεν λένε να κοπάσουν. Ακόμα και αν έχουν διακυμάνσεις είναι ακόμα εκεί. Έχουν αφήσει ίχνη, πολλά. Σχόλια, τι να κάνω, τόσα έχουν γίνει και γίνονται, γράφονται σε όλους τους τόνους, σε όλα τα είδη, από πλευρές πλευρές. Έτσι, κάτι παρατηρήσεις μου έρχονται.
Στην ηλεκτρονική μου αλληλογραφία έχουν περπατήσει, αφού έχουν περάσει από ένα σωρό διευθύνσεις, φαίνεται καθαρά από τον μακρύ κατάλογο των αλλεπάλληλων κλικ, φωτογραφίες και κείμενα για αυτά του τελευταίου καιρού. Στις φωτογραφίες δεν θα αναφερθώ, τα κείμενα, όμως, που βολτάρουν στο διαδίκτυο απαριθμώ και περιγράφω. Έφτασαν πάνω από μια φορά το καθένα από διάφορες διευθύνσεις, αναμενόμενες μα και απρόσμενες, και τα προώθησα με την σειρά μου σε άλλα γραμματοκιβώτια.
Πρώτος έφτασε ένας κατάλογος με τις «άτυχες στιγμές» της αστυνομίας θυμίζοντας ονόματα θυμάτων, την ηλικία τους, τις περιστάσεις. Ο πρώτος κατάλογος περιλάμβανε ελληνικά ονόματα, ακολούθησε άλλος που αναφερόταν σε όλους, Έλληνες και μη, που βρέθηκαν στην τροχιά μιας σφαίρας (όχι απαραίτητα μιας, μπορεί να είχε προηγηθεί και μεγαλύτερο σκηνικό, τύπου σύλληψη, ξύλο,….) και πάλι τις συνθήκες. Και φυσικά ήταν μακρύτερος, πανελλαδικός.
Δεύτερο έφτασε το γράμμα των παιδιών στην κηδεία του Αλέξη που άρχιζε «Θέλουμε έναν καλύτερο κόσμο, Βοηθείστε μας», ξεχώριζαν με κεφαλαία τα «Είμαστε τα παιδιά σας», "Θυμηθείτε», «Ξεχάσατε», «Μάταια», «Ύλη παντού, Αγάπη πουθενά-Αλήθεια πουθενά», «Μας σκοτώνουν». Μια κατακραυγή που κατευθυνόταν προς τους γονείς και έκλεινε με μια πρόταση-πρόκληση-έκκληση προς την αστυνομία «Μην μας ρίχνετε δακρυγόνα, εμείς κλαίμε κι από μόνοι μας».
Τρίτο ένα κείμενο με τίτλο «Προσκλητήριο» με συγκεκριμένη δομή και ύφος που παρέπεμπε σε σαφή πολιτικό χώρο, που όμως ήταν, πώς να το πω, επικριτικό με στοιχεία χιούμορ (μαύρου) για τις ατέλειωτες καταστροφές που προκλήθηκαν… πρώτα παίρνουμε για τα χριστουγεννιάτικα δώρα και για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες από τον Κωτσόβολο, τις Notos Galleries, τις τράπεζες, τρώμε στα McDonald για να καταλήξουμε την προκαθορισμένη ώρα στο Πολυτεχνείο για να σπάσουμε πλάκα. «Μην λείψει κανείς», και έκλεινε.
Τέταρτο φωτογραφίες συλλήψεων της 18 Νοεμβρίου 1985 και κύριο σχόλιο «Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που θεωρεί ότι η αστυνομία δεν γνωρίζει τα μέλη των αντιεξουσιαστικών οργανώσεων».
Τέλος, έφτασε ένα υπογεγραμμένο κείμενο της γενιάς των 45, με κοφτές προτάσεις να λέει για λίγο για όλα.
Το πρώτο και το τέταρτο αφορούσε την αστυνομία, το δεύτερο τα παιδιά και τις οικογένειές τους, τα κενά επικοινωνίας και το τρίτο τις βιαιότητες και καταστροφές, περιπαικτικό και συνδεόμενο με το τέταρτο. Μπορεί να κυκλοφορούν και άλλα ηλεκτρονικά φυλλάδια που δεν μάζεψα (και εδώ δεν μιλάω για τον καταιγισμό σχολίων στην μπλογκόσφαιρα). Αυτά τα εφήμερα ηλεκτρονικά φυλλάδια, που παλιότερα (και ακόμα) μοιράζονταν στους δρόμους, κολλιόντουσαν στους τοίχους, τις στάσεις λεωφορείων, στις κολώνες της ΔΕΗ, πατιόντουσαν από τους περαστικούς, αφήνουν στην απέξω δύο πρωταγωνιστικές ομάδες: τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους. Αυτοί μοιάζει να παίζουν αναμεταξύ τους, φτιάχνουν μόνοι τους το reality show τους στην τηλεόραση κυρίως και στον τύπο μετά, δεν «κατεβαίνουν» στο διαδίκτυο, δεν κατεβαίνουν, καταλαβαίνουν;...

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Κατερίνα Γώγου

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θάβγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι απ' τον πατέρα
κι ένα κομμάτι απ' τη θάλασσα - αυτά που μ' άφησαν -
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολοΐσια στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
κι είναι - όχι πως φοβάμαι-
μα να θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα, όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως κι εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί
θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ' όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό - μην τους πιστέψεις! -
Προβοκάτορας.

Από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γώγου Τρία κλικ αριστερά, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1978.
Η εικόνα είναι το οπισθόφυλλο από την 24η έκδοση της ποιητικής συλλογής. Το ποίημα γράφτηκε το 1985 με αφορμή το θάνατο του 15χρονου Μιχάλη Καλεντζά από πυροβολισμό του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα.
Πώς μπορεί μετά από 23 χρόνια να μην έχει αλλάξει τίποτα, τουλάχιστον όχι προς το καλό.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Το βιβλιοβιβλίο του Δεκεμβρίου



George Steiner, Η σιωπή των βιβλίων, επίμετρο Μισέλ Κρεπύ, μετάφραση Σοφία Διονυσοπούλου, Ολκός, Αθήνα 2008, 86 σ.

Τα βιβλία είναι οντότητες άφωνες από την φύση τους. Προκειμένου να αποκτήσουν ήχο, νόημα και σκέψη είναι απαραίτητη η τεχνογνωσία της ανάγνωσης. Η ανάγνωση των διαφόρων και ποικίλων αλφάβητων παρουσιάζεται αποκλειστικά και μόνον ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος. Σημάδια αναγνωρίζουν όλα τα έμβια –του καιρού και της διάθεσης–, γραπτοί κώδικες όπως τους ξέρουμε είναι των ανθρώπων πράγμα που αποθηκεύει τις προφορικές συμπεριφορές, τους στοχασμούς και τις παρατηρήσεις, τις ανησυχίες και τους φόβους, τις προσδοκίες και τα αισθήματα. Ο γραπτός λόγος υπήρξε καθοριστικός για την διαδρομή των ανθρώπων, δημιούργησε δυνατότητες που δεν υφίσταντο, προσέφερε την διάσταση της χρονικής μεταβίβασης αλλά και ατόνησε άλλα χαρακτηριστικά, κυρίως την μνήμη μα και την αμεσότητα στην επικοινωνία, αυτό που αποκαλούμε διαίσθηση και άλλα.


Σημασία της μουσικής, μιας γλώσσας που μεταφέρει τρόπους κοινωνικής οργάνωσης και συναισθημάτων, η σημασία της προφορικότητας και το κύρος του χαραγμένου, σκαλισμένου και τελικά γραπτού λόγου.
Ο Steiner γράφει ότι «γραπτό κείμενο είναι προϊόν μιας σύμβασης. Ενώνει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του μέσω της υπόσχεσης ενός νοήματος» (σ. 14). Το γραπτό ασκεί εξουσία, δένει τον δέκτη του και το ένα κείμενο γεννά το επόμενό του σε έναν ατέρμονο διάλογο (βουβό και αυτόν).
Μιλά για την δύναμη και την δυναμική της μνήμης και σημειώνει ότι η εκπαίδευση δεν βοηθά την απομνημόνευση. Διδάσκει εφήμερες γνώσεις. «Ό,τι δεν μαθαίνουμε και δεν το αποστηθίζουμε,… , μπορούμε να πούμε ότι δεν το αγαπάμε αληθινά». Με άλλα λόγια μου φαίνεται ότι λέει πως δεν μαθαίνουμε να αγαπάμε, να διαλέγουμε όσα μας ακουμπάνε με όποιον μυστηριώδη τρόπο και να τα κάνουμε δικά μας. Το αντεπιχείρημα είναι ότι αξιοποιούμε το μυαλό μας, τον πεπερασμένο σκληρό μας δίσκο, πιο αποτελεσματικά. Αλλά πάλι το αποτελεσματικά αφήνει απέξω κομμάτια εαυτού.
Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, ο Ιησούς, ο Παύλος θεμελιωτές του Λόγου. Η τυπογραφία και ο Γουτεμβέργιος, η ίδρυση βασιλικών και ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, η ανάπτυξη της μορφωμένης αστικής τάξης είναι το σχήμα που ακολουθεί ο συγγραφέας. Η σημασία της ύπαρξης χρόνου ανάγνωσης δοσμένη στους πανεπιστημιακούς και ερευνητές. Τα ρεύματα, χοντρικά δύο αντίπαλα που κυριαρχούν στον σύγχρονο πολιτισμό σχετικά με τα βιβλία: το ουτοπικό, και το ασκητικό, εχθρικό. Οι πυρές στην Ιστορία, η λογοκρισία, ερωτήματα για τα οποία δεν έχει απαντήσεις, τα συμπεράσματά του θολά, το μέλλον άδηλο, η σχέση έντυπου και ηλεκτρονικού σε νηπιακή ηλικία, αδοκίμαστη. Παρατηρεί ότι «Όπως οι τέχνες της μνήμης, η γυμναστική της συγκέντρωσης, η ύφεση της σιωπής…, ο χώρος της ανάγνωσης στο ευρωπαϊκό πολιτισμό οδεύει προς συρρίκνωση» (σ. 50). Επισημαίνει ότι η μεταβατική εποχή μας κινείται με ρυθμούς πολύ γλήγορους και μας δυσκολεύει να βρούμε το τέμπο της.
Το κλείσιμό του αφήνει δυσάρεστη απόγευση. Οι διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί και βιβλιάνθρωποι δεν είναι γενναίοι γιατί δεν «εκπαιδεύονται στην ανδρεία» (σ. 54), ελευθερία θα έλεγα. «... η υπερβολική ενασχόληση με το βιβλίο και η μελέτη είναι φορείς απανθρωπιάς» (σ. 59), κλέβουν την αποφασιστικότητά μας, μπερδεύουν την κρίση μας σε καιρούς δύσκολους όπου εκπέμπονται μηνύματα μονοκόμματα.

Το επίμετρο του Μισέλ Κρεπύ έχει τίτλο «Αυτή η ακόμα ατιμώρητη διαστροφή», εννοώντας την ανάγνωση και στο ξεκίνημά του παραθέτει μια φράση του Πλίνιου του νεότερου που λέει «Μιλώ με τα βιβλία». Για την ανάγνωση με την σειρά του κάνει την δική του βόλτα στα διαβάσματά του, στις εμπειρίες του. Λείπει η υπομονή, ο χρόνος, η πλήξη. Δεν είναι αξία να κρυβόμαστε σε απόμερες γωνιές για να διαβάσουμε, η γλυκιά μοναξιά και αναπόληση δεν επιτρέπονται, όλα τρέχουν, το ίδιο και οι εικόνες στις οθόνες τηλεοράσεων στα σπίτια μας.

Δεν είναι τα βιβλία που πεθαίνουν, δεν είναι που δεν εκδίδονται, είναι που αλλάζουν, για μια φορά ακόμα, οι συνήθειές μας.
Και αν τα βιβλία είναι σιωπηλά, δεν κλείνουν την σιωπή…

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Μουσείο Ηρακλειδών

Οι Κυριακάτικες βόλτες τις ανοιξιάτικες μέρες του χειμώνα στο πιο παλιό σημείο της πόλης με βοηθούν να ξεφύγω από την καθημερινή ρουτίνα. Είναι μάλλον γιατί τις Κυριακές οι άνθρωποι κι εγώ μαζί με αυτούς, δεν τρέχουν πανικόβλητοι κοιτώντας χαμηλά, ψωνίζοντας αλόγιστα προσπαθώντας να διώξουν ένα άγχος, που ξέχασαν γιατί το απέκτησαν. Είναι μάλλον γιατί εκείνο το σημείο της Αθήνας χτίστηκε σε μια άλλη εποχή, με περισσότερη αγάπη, αισθητική και γούστο, που μένει για να μου υπενθυμίζει ότι η Αθήνα εξακολουθεί να είναι όμορφη.
Ευτυχώς τις Κυριακές τα μουσεία παραμένουν ανοιχτά κι έτσι οι βόλτες μου αποκτούν περισσότερη αξία. Στην Ηρακλειδών, δίπλα στις πολύβουες καφετέριες, στέκει ένα δείγμα της παλιάς ΑΘήνας. Ένα νεοκλασικό το 1898 που αξιοποιήθηκε ευτυχώς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το μουσείο αυτό άνοιξε τις πόρτες του τον Ιούλιο του 2004.
Ο Escher ήταν η έκπληξη στην περσινή έκθεση, Toulouse-Lautrec και η Belle Epoque στο Παρίσι και στην ΑΘήνα, που τον είχα ανακαλύψει σε ένα μικρό χώρο στο τέλος της διαδρομής. Η φετινή έκθεση είναι αφιερωμένη εξολοκλήρου στον Escher αλλά θα πρέπει να ξανακάνω αυτήν την Κυριακάτικη βόλτα άλλες τρεις φορές αν θέλω να δω όλα του τα έργα. Ευχαρίστως θα την ξανάκανα για να δω άλλες τρεις φορές την φετινή έκπληξη.
Και να που πέφτω πάλι πάνω στον κόσμο του βιβλίου, πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη μου υπενθυμίζει συνεχώς την ύπαρξη του;
Η σημερινή εικονογράφηση παιδικών βιβλίων πάντα το έλεγα ότι είναι έργο τέχνης. Κάποιος μου έλεγε πρόσφατα ότι οι εικονογραφήσεις των ελληνικών παιδικών βιβλίων είναι φτωχές. Διαφωνούσα πολύ αλλά δεν κατάφερα να πείσω. Είναι φτωχές σε σύγκριση με τα παιδικά βιβλία άλλων χωρών αλλά πολύ πλουσιότερες σε σύγκριση με τα ελληνικά παλαιοτέρων εποχών. Τα παιδικά βιβλία που έχω στη βιβλιοθήκη μου μου φαίνονται αστεία, ενώ τα σημερινά πραγματικά αριστουργήματα, μιλώντας πάντα από άποψη αισθητικής. Μπαίνω στον πειρασμό να κόψω τις εικόνες, αλλά η αγάπη μου για το έντυπο δεν μου το επιτρέπει.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα μπροστά σε μία έκθεση που μου επέτρεπε να χαζέψω τις εικόνες απαλλαγμένες από το κείμενο και από τη μορφή βιβλίου.
Ο Βασίλεβ Σβετλίν έχει εικονογραφήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 27 βιβλία. Στην έκθεση υπάρχουν 35 σελίδες από τις εικονογραφήσεις τεσσάρων βιβλίων. Χρώματα, παραμυθένιες μορφές που σε κάνουν να φαντάζεσαι τις λέξεις χωρίς να τις έχεις διαβάσει. Σε προκαλούν όμως.




Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Το παιχνίδι των 7 αληθειών

Αλήθεια είναι εκείνο το σημείο που φωτίζεται με όποιον τρόπο κάθε φορά. Θα ήθελα τα πράγματα γύρο μου να είναι φωτισμένα.
Αλήθεια μου είναι οι άνθρωποι να βρίσκουν χαρά σε όσα κάνουν, σκέφτονται και αισθάνονται γιατί είναι το πιο δυνατό όπλο για όλα.
Αλήθεια μου είναι να βλέπω την ζωή, το πριν, τα μετά, το μέσα και έξω της, με μάτια μυθικά και πραγματικά μαζί.
Αλήθεια μου είναι να βρίσκω, να χτίζω, να μαθαίνω, να καταλαβαίνω ακόμα και αν χάνω.
Αλήθεια μου οι κόσμοι των βιβλίων, βέβαια, φυσικά, εννοείται.
Αλήθεια είναι πολλές και διάφορές ομορφιές
Αλήθεια μου είναι τα σκαλάκια, τα σινεμαδάκια, οι βολτίτσες….

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Πολλά, τόσο πολλά που…


Θα μπορούσα να πω ότι πνιγόμουν στην δουλειά και θα ήταν παραπάνω από αλήθεια. Ότι για αυτό δεν έκανα την βολτίτσα μου. Όμως ήταν που μπερδεύτηκα και έχασα τον βηματισμό μου. Η ακανόνιστη, όχι απαραίτητα εβδομαδιαία αλλά που θα μπορούσε να είναι και πιο συχνή, παρουσία αντί να φέρει ευχέρεια, έφερε την συνεχή απραγματοποίητη δυνατότητα. Να πω για τούτο και για εκείνο, με λιγότερα λόγια, και πιο αυθόρμητα, έτσι στο ξέμπαρκο ξεχείλωνε όλο και ξεχείλωνε. Η ελευθερία θεμάτων στο blog έσπρωξαν στην επιφάνεια πολλά θέματα με μιας προς επεξεργασία. Με αποτέλεσμα να τα μπλοκάρουν. Προσπαθώ να πιάσω λοιπόν, το νήμα που μπλέχτηκε μέσα στα χέρια μου. Να δούμε. Γράφω και το ξεκουβαριάζω, και λύνω τους κόμπους του.
Τα θέματα που ήθελαν να μπουν σε λόγια, και ακόμα πιέζουν, διάφορα. Όλα έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό του έντυπου, να ξεφύγω δύσκολο. Ένα σωρό: τα αγαπημένα ράφια, τα ράφια που κουβαλάνε τα ξεχωριστά βιβλία, που δεν έχουν να κάνουν όλα τα υπόλοιπα, της δουλειάς, της ευχαρίστησης, τα βασικά διαβάσματα, αλλά με πτυχές κρατημένες στον προσωπικό χώρο. Τα μυστικά, απρόβλεπτα. Ράφια κοντά στο προσκεφάλι συνήθως. Τα παιχνίδια με τις λέξεις, λεξιπλασίες παιδιάστικες που κάνουν εμάς μέρος της γλώσσας, που κάνουν την γλώσσα ζωντανή για να πατάμε πάνω της. Για τις βιβλιοθήκες που αποκτούμε από τους γονείς μας, για τις βιβλιοθήκες που μετακομίζουμε κάθε φορά που αλλάζουμε σπίτι, ποια βιβλία μένουν στα κιβώτια, σε ποια βρίσκουμε αμέσως νέα θέση, ποια παντρεύουμε με τους συγκατοίκους μας, ποια πάλι όχι, κρατάμε χώρια. Για τα βιβλία που δωρίζουμε και που λαμβάνουμε ως δώρα και το νόημα που τους δίνουμε και που λαμβάνουμε πακέτο. Για τις αφιερώσεις στην σελίδα τίτλου ή του υπότιτλου που προηγείται εκείνης του τίτλου, τι σημαίνουν, τι θέλουμε να πούμε οι ποιητές που μένουν για πάντα πάνω στο βιβλίο και δεν είναι σαν τις καρτούλες που αποδεσμεύονται του δώρου, σκορπίζονται και χάνονται. Για τον τρόπο που διαβάζουμε, κρατώντας σημειώσεις, υπογραμμίζοντας, τεντώνοντας αλύπητα την ράχη, ή γωνιάζοντας την ματιά της ανάγνωσής μας ώστε να μην σπάσει το δέσιμο, τον τρόπο που κάνουμε δικό μας το αντίτυπο, γράφοντας το όνομά μας και την ημερομηνία που το αποκτήσαμε ή διαβάσαμε. Για την παθιασμένη ανάγνωση που περιλαμβάνει, ποιον να προτάξω τώρα, παλιότερα θα έλεγαν από την Βίβλο, άντε λέω από τον Προυστ ως τις συνταγές φαρμάκων, τις ετικέτες των προϊόντων, τον τηλεφωνικό κατάλογο. Για το τι κάνουμε όταν εντοπίζουμε τυπογραφικά λάθη εκεί που αμέριμνα διαβάζουμε, αν μας πιάνει φρίκη, ή ικανοποίηση που να τα είδαμε γιατί είμαστε προσεχτικοί αναγνώστες, τα καταγράφουμε, τα θυμόμαστε, τα προσπερνάμε. Για το βιβλίο ως περιεχόμενο και το βιβλίο αντικείμενο με τις εικόνες και τις μυρωδιές του. Για την πρωτοτυπία του περιεχομένου και της μορφής και αν μπορεί να υπάρξει, εφόσον όλα έχουν ειπωθεί, είναι οι νέοι όροι και ποιοι μπορεί να είναι αυτοί. Για τις τεχνικές, τα εργαλεία που συνδέοντα με το γράψιμο, το τύπωμα, το διάβασμα, όχι απλή παρατήρηση και μελέτη, ολόκληρες διατριβές. Για την εικόνα του βιβλίου στην τέχνη, και τις σημασίες που έχει στα περάσματα και στην πορεία μέσα στον χρόνο. Για την διακίνησή του από διάφορα κανάλια, τα βιβλιοπωλεία, τα βιβλιοπαλαιοπωλεία, τις βιβλιοθήκες που δανείζουν ή απλώς αποτελούν χώρο ανάγνωσης και έρευνας, τους φιλικούς δανεισμούς και πάει λέγοντας. Για να ξαναγυρίσω σε άλλη περίσταση.
Κάπου εδώ κόβω την φόρα μου γιατί τα θέματα είναι άλλα τόσα, ας μην τα μαρτυρήσω όλα, για να μπω από το παράθυρο λίγο στην κουβέντα των μεγάλων και μικρών βιβλιοπωλείων. Μερικοί υποστηρίζουν τα μεγάλα και άλλοι είναι φανατικοί των μικρών. Στην Ελλάδα στα μικρότερα μέρη, πόλεις και γειτονιές, τα βιβλιοπωλεία δεν είναι αποκλειστικά και μόνο βιβλιοπωλεία, συνδέονται με τα χαρτικά γενικά. Όπως παντού και σε όλα, υπάρχουν τα υπέρ και τα κατά και στα δυο και στις ενδιάμεσες καταστάσεις τους. Υπάρχουν γιατί υπηρετούν διαφορετικές ανάγκες. Και δεν σημαίνει ότι όποιος προτιμά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία δεν μπορεί να πατάει το πόδι του σε μικρά. Και το αντίθετο ότι όποιος αισθάνεται καλά στα μικρότερα και μικρά δεν μπαίνει ποτέ στα μεγάλα πολυκαταστήματα βιβλιοπωλεία. Προτιμήσεις έχουμε άλλα γιατί να στερούμε από τους εαυτούς μας εικόνες…

Ουπς, τώρα βλέπω το παιχνίδι, εεεε...

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Μπλογκοπαιχνίδια


Ζήλευα τόσο καιρό που παίζατε και εγώ δεν μπορούσα. Μου άρεσε γιατί ο ένας καλούσε τον άλλον και γινόταν μια αλυσίδα που ένωνε. Όλοι διαφορετικοί αλλά όλοι έχουν κάτι να πουν, κάτι να γράψουν, κάποιος να διαβάσει. Δε χρειάζεται να φωνάξω. Έχω λέξεις να γράψω.
Και να 'μαι τώρα εδώ να μπορώ να παίξω. Και βέβαια Roadartist θα ανταποκριθώ, με μεγάλη χαρά, στο πρώτο μου παιχνίδι που κάνει τον κύκλο του.
Εφτά αλήθειες; Υπάρχουν; Για να σκεφτώ...
Ναι.
Μου αρέσει να περνάω ώρες πολλές ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και να μην κάνω τίποτα. Κι αν έξω βρέχει ακόμα καλύτερα.
Ο σκύλος μου. Ένα σπίτι χωρίς κατοικίδιο μου φαίνεται άδειο, ίσως και κρύο.
Να έχω λεφτά για να μπορώ να φεύγω, να ταξιδεύω.
Κι όταν δεν έχω να έχω βιβλία, πώς θα ζούσα χωρίς αυτά;
Οι φίλοι μου. Ακόμα κι όταν δεν τους βλέπω ξέρω ότι υπάρχουν και ησυχάζω.
Κι αλήθεια τι θα έκανα αν δεν υπήρχαν αυτές οι Κυριακές για να πάω σινεμά;
Να μαθαίνω για να γίνομαι καλύτερη, μήπως και στο τέλος μάθω κι εμένα.
Είπα εφτά;
Πείτε κι εσείς τώρα για να μου φύγει η αμηχανία.
Elli που είσαι και μ' αφήνεις μόνη μου; Κάποιος από τα κουσούρια, που είστε ρε παιδιά; Κοπρόγατα που είσαι και δε μας γράφεις πια; Περαστικέ έχεις παίξει; Χαράλαμπε κάτι μου λέει ότι το τελευταίο βιβλίο που μετέφρασες θα πάει πολύ πολύ καλά, Μπουκόφσκι είναι αυτός, καιρός για παιχνίδι τώρα... Αλέξανδρε παίζεις σε παιχνίδια χωρίς φωτογραφίες που μας κάνουν να ζηλεύουμε;

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Βιβλίο από αλλού


Διακόπτω ό,τι διαβάζω για να πιάσω μια ποιητική συλλογή, ίσως ξένη εδώ στην μικρή μας πρωτεύουσα. Πάντα υπάρχει χρόνος για έναν στίχο. Η ποιητική συλλογή του Βασίλη Μαρουλά με τίτλο Εκεί... εκδόθηκε στην Καβάλα το Μάιο του 2008 και έφτασε στα χέρια μου, μέσα σε ένα κουτί, δώρο από κάποιον που ξέρει ότι ένα βιβλίο πάντα μου φέρνει χαμόγελο. Πριν προλάβω να δω τις λέξεις του μου έκανε εντύπωση ότι έβλεπα ένα εξώφυλλο που δεν είχα συναντήσει ποτέ ξανά. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Καβάλα μπορεί να κρύβει βιβλία στα ράφια του που δύσκολα μπορούν να βρεθούν εδώ. Κι ένας έμπειρος βιβλιοπώλης αυτό το γνωρίζει. Ένας έμπειρος βιβλιοπώλης που έχει όρεξη να δώσει κάτι διαφορετικό σε κάποιον βιβλίοφιλο. Γιατί το πιο όμορφο δώρο για κάποιον που αγαπά το βιβλίο είναι οι τυπωμένες λέξεις, όπως σε έναν μουσικό οι νότες. Γι' αυτό γέλασα πολύ όταν η βιβλιοπώλισσα απάντησε στη φίλη μου ότι βρίσκει λανθασμένη τη σκέψη της να μου δωρίσει ένα βιβλίο, γέλασα πάρα πολύ. Πιο πολύ γιατί διαπίστωσα ότι ακόμα και σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο, με λιγότερη κίνηση από τις αλυσίδες βιβλιοπωλείων της Αθήνας και με λιγότερα ράφια μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που δουλεύουν σε έναν χώρο χωρίς να έχουν συναίσθηση ή και αγάπη για το βιβλίο.

Οπότε θα απαντήσω σε μια ερώτηση που συνεχώς περιτριγυρίζει στο μυαλό μου: τα μεγάλα ή τα μικρά βιβλιοπωλεία είναι καλύτερα; Ανάλογα με τους ανθρώπους που δουλεύουν μέσα, θα είναι η απάντηση.

Οι υπάλληλοι κάνουν τη διαφορά και όχι το μέγεθος, η ποικιλία, το όνομα.
Η έκδοση πολύ πολύ προσεγμένη και διαφορετική. Σε κάθε σελίδα κι ένα ποίημα, 29 σε σύνολο. Χαρτί ΣΑΜΟΥΑ IVORY PLUS wf 100 γρ. πασπαλισμένο με χρώματα δεξιά κι αριστερά, χωρίς καμία λογική, που δίνουν την αίσθηση πίνακα μοντέρνας τέχνης.

Αντιγράφω μέρος του ποιήματος με αριθμό 6, έτσι για να πάρετε μια γεύση, γιατί αν δεν τύχει να σας βγάλει ο δρόμος στην Καβάλα μάλλον δε θα το βρείτε ποτέ:


Δεν έχει ώρες η ζωή,
ούτε μέρες, ούτε χρόνια.
Έχει γλώσσες, πελάτες, πόνο,
ψεύτικη ηδονή.
Αναμονή της επόμενης φρίκης.
Υπομονή λειψή.
Θα δραπετεύσεις ένα βράδυ.
Χειμώνα.
Θα κουλουριαστείς γυμνή σε μια μικρή πλατεία,
μέσα στο κήπο με τα σκουριασμένα κάγκελα.
Το χιόνι θα σε σκεπάσει.
Θα σε κρύψει,
θα σε σώσει,
θα σε ξεπλύνει,
θα σου παγώσει τα δάκρυα.
Δε θα κρυώσεις.
Έτσι κι αλλιώς πάλευες χρόνια
να μη νιώθεις τίποτε.

Πολλά πολλά χαμόγελα για πολλά πολλά ευχαριστώ μικρή μου βιολίστρια.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Παιδικά βιβλία


Norton Juster, Τα διόδια της φαντασίας, μετάφραση Μαρία Ιωάννου, εικονογράφηση Jules Feiffer, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2006, 247 σ.

Παιδικά βιβλία. Περισσότερα από ποτέ. Παντού παιδικά βιβλία σε διάφορα σχήματα, πολλά χρώματα, χοντρά εξώφυλλα, εικονογράφηση που ζηλεύω, για όλες τις ηλικίες. Όχι, τόσα παιδικά βιβλία σίγουρα δεν υπήρχαν παλιά. Τυχερά τα σημερινά παιδιά, τυχερά ή άτυχα. Μέσα εκεί βρίσκεται και η εφηβική λογοτεχνία που ώρες ώρες είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί από την κανονική, εκείνη για τους μεγάλους. Και να το πρόβλημα: περισσότερα βιβλία που θέλω.
Καμιά φορά όμως τα βιβλία αυτά έχουν περισσότερες εικόνες, περισσότερη σκέψη, ΦΑΝΤΑΣΙΑ αυτό έχουν. Λες και μεγαλώνοντας χάνεις τη φαντασία σου, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί ένας μεγάλος μια πόλη, που να τη λένε Λεξικούπολη και από εκεί να προέρχονται όλες οι λέξεις του κόσμου, οι οποίες πουλιούνται στην αγορά. Πολύ δύσκολο. Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ το είχα φανταστεί. Μα χρειάζεται μια Λεξικούπολη, γιατί το πιο δύσκολο από όλα είναι να κατασκευάσεις λέξεις: «Μερικοί άνθρωποι είναι πολύ τεμπέληδες για να κατασκευάσουν δικές τους λέξεις αλλά είναι πολύ πιο διασκεδαστικό» (σ. 49). Πιο δύσκολο από όλα όμως είναι να κατασκευάσεις εικόνες, εκείνες που μόνο ο Ανοιχτομάτης μπορεί να δει, από διάφορες οπτικές γωνίες, ένας κουβάς με νερό για παράδειγμα, που για ένα μυρμήγκι είναι ένας μεγάλος ωκεανός, για έναν ελέφαντα μια γουλιά νερό και για ένα χρυσόψαρο το σπίτι του. Αφού τις φτιάξεις άντε μετά να τις χρωματίσεις. Εκεί πιάνει δουλειά η ορχήστρα των χρωμάτων που αντί να σκορπά νότες σκορπά χρώματα και χρωματίζει τον κόσμο, την ανατολή, τη δύση, τη μέρα και τη νύχτα. Και εκεί είναι η ομορφότερη εικόνα που διάβασα: η ορχήστρα να παίζει, ο μαέστρος να διευθύνει και το βιολί να βγάζει λουρίδες από βυσσινί, πορτοκαλί, κόκκινο και χρυσαφί που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη καθώς ο ήλιος δύει.
Οι ήχοι είναι αλλού, ξεχωρισμένοι οι κακοί από τους καλούς, τους οποίους τους προσέχει οι Ηχοκρατόρισσα. Στην άλλη άκρη είναι η Αριθμούπολη. Οι αριθμοί βρίσκονται σε μια αιώνια κόντρα με τις λέξεις. Κι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί η Λογική και η Ρίμα βρίσκονται φυλακισμένες μακριά. Ο Μίλο, το Ρολογόσκυλο, που αντί για σώμα έχει ένα τεράστιο ξυπνητήρι και δεν του αρέσει καθόλου να σπαταλάει την ώρα και ο Ζουζούνης, ένα σκαθάρι ντυμένο με ένα ακριβό παλτό, ριγέ παντελόνι, καρό γιλέκο, γκέτες και καπέλο, αναλαμβάνουν να βρουν τη Λογική και τη Ρίμα για να συζήσουν ειρηνικά οι αριθμοί με τις λέξεις.
Η εικονογράφηση, ή μάλλον τα σκίτσα, λιτή και ασπρόμαυρη αλλά διασκεδαστική. Έχουν τόσο χρώμα οι λέξεις που μάλλον είναι περιττή.
Παιδικά βιβλία. Σε ταξιδεύουν σε χώρες, απαλλαγμένες από το πραγματικό, που με κανένα άλλο μέσο δεν μπορείς να πας.
Και μιας που το έφερε η κουβέντα να μεταφέρω ένα καλό νέο που διάβασα στο Index του Νοεμβρίου, που πολύ με χαροποίησε. Ο γερμανικός εκδοτικός οίκος Rieder Bucher αγόρασε τα δικαιώματα για τη σειρά βιβλίων με ήρωα τον Βιβλιοπόντικα του Βαγγέλη Ηλιόπουλου… Καλό ταξίδι Βιβλιοπόντικα...

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

ΒΙΒΛΙΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ


Διονύσης Βαλάσης, Μια περιπέτεια χωρίς τέλος. Η ιστορία της γραφής και του βιβλίου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1985, 79 σ.

Σαν αντικείμενο, ένα καλοφτιαγμένο βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο, ολοτετράγωνο στα 16,5 εκατοστά. Με πλούσια εικονογράφηση που δεν διστάζει να φέρει κοντά κάθε είδους εικόνα από όλες τις εποχές, φωτογραφίες, ζωγραφιές, λιθογραφίες, σκίτσα και σχέδια με και χωρίς χρώμα, μεγάλα πλάνα και κοντινές λεπτομέρειες, και να την παντρέψει αισθητικά για να κάνει το κείμενο να μιλήσει. Παντρεύει εικόνες πολλών πολιτισμών και εντάσσει και την αρχαιοελληνική και βυζαντινή διαδρομή αρμονικά στην περιπέτεια του παγκόσμιου γραπτού λόγου.

Σαν τρόπος παρουσίασης βαδίζει στα αχνάρια ενός είδους της βυζαντινής ιστοριογραφίας που ξεκινά την εξιστόρησή του, κάθε φορά, από την απαρχή της δημιουργίας του κόσμου, πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου και συνεχίζει την εξιστόρηση φτάνοντας ως την εποχή του συγγραφέα. Κάνει χρονικά άλματα, γιγαντιαία βήματα στην διήγηση και επιλέγει να επικεντρωθεί στις αλληλοσυνδεδεμένες ιστορίες της γραφής και του βιβλίου. Και εφόσον για αυτόν τον συγγραφέα τα σημαντικότερα του κόσμου είναι η ιστορία του βιβλίου, αυτόματα γίνεται η ιστορία του κόσμου μέσα από την ιστορία της γραφής και του βιβλίου, του μοναδικού αυτού μέσου διάδοσης όλων των ανθρώπινων, αποτύπωσης και μνήμης, ψυχαγωγίας με την ετυμολογική έννοια (αγωγή της ψυχής), πλουτισμού γενικά και τρόπου ζωής.

Σαν περιεχόμενο, αρχίζει από τότε που η γη ήταν μια «μεγάλη φωτιά που στριφογύριζε στο χάος», που σταδιακά κρύωσε και απέκτησε φλούδα, φλοιό από χώμα και βράχια που στη συνέχεια έγινε βιώσιμος, όπου περπάτησαν οι πρώτοι άνθρωποι που έκαναν τους ήχους λέξεις, που ζωγράφισαν εικόνες και έννοιες από την ζωή τους, με ποικίλους τρόπους ανάλογα τον πολιτισμό που δημιούργησαν. Αναφέρεται στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν πριν από το χαρτί, για τα αλφάβητα και την φορά των γραμμάτων στην Μεσόγειο, την Δύση και την Κίνα. Μιλάει για την βιβλιοδεσία, τις δυσκολίες, την αξία, το κόστος του και τα τυπογραφικά στοιχεία του Γουτεμβέργιου. Περιγράφει την αλυσίδα παραγωγής, τον συγγραφέα και τον τρόπο που συνήθως δουλεύει, τον εκδότη, τον εικονογράφο, τον στοιχειοθέτη και την προετοιμασία εκτύπωσης, το στήσιμο, τα τυπογραφικά, τις μηχανές (περισσότερο της δεκαετίας του 1980), περνάει στην συναρμολόγηση του βιβλίου (ράψιμο, εξώφυλλα) και την διακίνησή του στα βιβλιοπωλεία. Κλείνει με μία ελεγεία για το βιβλίο «.... ένα βιβλίο είναι … θαύμα του ανθρώπινου μυαλού και των χεριών, της επιδεξιότητας και της φαντασίας. Κάθε βιβλίο, και το πιο μικρό παραμύθι, είναι μια ολόκληρη περιπέτεια από τη μοναξιά του συγγραφέα ως τα χέρια σας.»

Σαν γλώσσα, σαν χρονικό μιας διήγησης, χρησιμοποιεί γλώσσα φιλική, δημώδη, παραστατική, οι όροι εξηγούνται όσο πιο απλά γίνεται, απογυμνωμένοι από περιττές πληροφορίες, δίνει τα βασικά. Και παρεμβάλει μικρά προσωπικά σχόλια που δίνουν αμεσότητα και φέρνουν το κείμενο στο σήμερα. Σκέψεις που έρχονται σχεδόν αυθόρμητα και ζωντανεύουν τον λόγο. Ζητά την γνώμη για το βιβλίο δίνοντάς μας και τις απόψεις άλλων.

Σαν λειτουργικό εργαλείο περιέχει χρονολογικούς πίνακες με χρονολογίες για την δημιουργία της ζωής και σταθμούς της γέννησης της γραφής, γενικό ευρετήριο και βιβλιογραφία και αναλυτική καταγραφή και τον τόπο προέλευσης της πληθώρας των εικόνων που συνοδεύουν το βιβλίο.

Σαν περιεχόμενο έχει διδαχθεί στα ΤΕΙ και έχει εκτεθεί επανειλημμένα σε μία ποικιλία χώρων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε βιβλιοπωλεία, στην έκθεση του Ζαππείου και γενικότερα σε εκθέσεις και σε σχολεία, φορείς, συλλόγους και πάει λέγοντας.

Σαν έκδοση έχει κάνει τέσσερις. Η τέταρτη έγινε το φθινόπωρο του 1985 σε 5.000 αντίτυπα και κυκλοφορεί στην αγορά ακόμα. Αντίτυπο της τέταρτης έκδοσης βρίσκεται στο γνωστό και αγαπημένο ράφι, αν και το είχα διαβάσει παλιότερα.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΒΟΛΤΕΣ


Μπορεί να μοιάζει αντιφατική η διατύπωση «ακίνητες βόλτες», ένα παράδοξο καθώς είναι αδύνατον να βολτάρεις και να παραμένεις στο ίδιο μέρος. Και καθόλου δεν αναφέρομαι στις βόλτες του καναπέ βλέποντας τηλεόραση, καλωδιακή, ταινίες, DVD, κλπ, κλπ. Στο μυαλό μου έχω τις βόλτες άλλων που τα βήματά τους τούς οδηγούν στο δικό σου σημείο, εκεί που βρίσκεσαι εσύ. Έτσι γίνεσαι προορισμός της δικής τους βόλτας, κομμάτι του ζητούμενού τους. Ακίνητες βόλτες.
Έστω ότι στέκεσαι σε ένα βιβλιοπωλείο (!) και δέχεσαι αιτήματα. Κάθε αίτημα έχει από πίσω το χρονικό του. Την ιστορία του πότε ενδιαφέρουσα, πότε κοινή, άλλοτε αδιάφορη, άλλοτε και εκνευριστική (ιδιαίτερα όταν είσαι κουρασμένος, στα όριά σου και ο άλλος δεν βλέπει παρά το δικό του). Είναι φορές που σου λένε το αντικείμενο της βόλτας τους άμεσα και χωρίς περιστροφές. Είδα στην εφημερίδα, διάβασα κάπου, άκουσα από τον φίλο μου και θέλω αυτό το πολύ συγκεκριμένο βιβλίο. Μου παράγγειλαν αυτόν τον τίτλο, πού θα τον βρω. Μας είπαν από τη σχολή να διαβάσουμε, να μελετήσουμε τούτο ή κείνο. Μπα, χαζεύω να δω τις νέες κυκλοφορίες, τίποτα συγκεκριμένο. Είναι φορές που η βόλτα και η αναζήτηση είναι από μόνη της βαθύτερη και πιο σύνθετη. Γυρεύει να ικανοποιήσει ανησυχίες και ανάγκες. Οι ιστορίες τότε είναι αλλιώτικες, πάντα ανθρώπινες.
Το κορίτσι ρωτάει μα και ψάχνει μόνο του αν υπάρχουν παιδικά βιβλία που να αντλούν ή να βασίζουν την εικονογράφησή τους σε έργα τέχνης από την ελληνική ή και την παγκόσμια παρακαταθήκη. Ανοιχτή στην κουβέντα, δεκτική και διακριτική, μαζεύει εικόνες, εκδοχές. Μια βόλτα αναζήτησης σε προσωπικά ενδιαφέροντα, που ακουμπάνε τα επαγγελματικά, μα είναι και παραπάνω.
Ο κύριος με τα γυαλιά και το πέτσινο έχει ξανακάνει την βόλτα και επανέρχεται. Μιλά ελληνικά άνετα, ψάχνει βιβλία για παιδιά δύο ετών, τα εγγόνια του που ζουν στην Αυστραλία. Ξέρει τι θέλει, δεν το διατυπώνει όμως ακριβώς. Ανοίγει τα βιβλία και τα ξανακλείνει. Κρατάει μερικά στο πλάι. Θέλει και την Καινή Διαθήκη, να τους την διαβάζει όταν τον επισκέπτονται, λέει. Τα άλλα βιβλία θα τους τα δώσει. Αγοράζει χωρίς να αγκομαχά, αντίθετα είναι ικανοποιημένος. Ό,τι μπαίνει στην σακούλα θα κάνει μακρύ ταξίδι, στα ελληνοαυστραλεζάκια εγγόνια. Η βόλτα του θα συνεχιστεί, εδώ ήταν ένας σταθμός ανεφοδιασμού.
Άλλη κυρία τριγυρνά ακολουθούμενη από το συνονόματό της κοριτσάκι με την χοντρή πλεξούδα που μαθαίνει να διαλέγει, άλλη εγγονή. Η βολτίτσα τους έχει βιβλιοτρόπαια, πεδίο πλησιάσματος και υπόσχεση επικοινωνιακής παράτασης. Χαρά και για τις δυο.
Δεν ψάχνει μόνη της, ρωτάει κατευθείαν, όχι για βιβλία για μουσική και τραγούδια με ελληνικά λόγια. Αχ! κουνελάκι, Με τα δυο χεράκια πλάθω κουλουράκια, Ο ποντικός επήδηξε από το παραθύρι, Όταν θα πας κυρά μου στο παζάρι,… Τα τρία εγγόνια της, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στριμώχνονται σε τέσσερις γλώσσες, δεν θέλει να τα επιβαρύνει, αλλά δεν παρατάει τον αγώνα της γλώσσας. Οι νότες, η αρμονία, ο ρυθμός θα είναι ο σύμμαχός της, να παραμείνει ο ήχος της γλώσσας, να μπει από άλλη πόρτα πανάρχαιη, το ξέρει και το σέβεται. Η βόλτα της εξοπλιστική, η ιστορία της με ενδιαφέρον. Θα ξαναπεράσει. Θα χρησιμοποιήσει και κινούμενες εικόνες.
Βιβλία για μια έφηβη κόρη αναζητά ένας πατέρας. Μιλάνε μέσα από τα βιβλία που της χαρίζει, προτιμά να της δίνει βιβλία από μπλουζάκια, ρούχα, παπούτσια, χαρτζιλίκι. Όχι, πως δεν έχει αλλά να, τελειώνει εκεί. Με τα βιβλία έχουν να μιλάνε και όταν το κορίτσι τα διαβάζει ξέρει πώς τα διάλεξε αυτός. Δένονται έστω και από μακριά. Έχει βρει ένα άνοιγμα και το κρατά ανοιχτό. Ένα κανάλι που τροφοδοτείται με διαβάσματα. Η βόλτα του με μια αγωνία. Ευτυχώς τα βιβλία δεν τελειώνουν.
Τα βιβλία που χαρίζονται στα παιδιά είναι ξεχωριστά, έχουν ένα βάρος ακόμα και αν δεν το σκεφτόμαστε, δεν το θέλουμε. Είναι γιατί μπορεί να αφήσουν μια ανεξίτηλη αίσθηση, που θα επανέρχεται χωρίς να εγκαταλείπει τον άνθρωπο γιατί εντυπώθηκε στον τότε άγραφο πίνακα του νου.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Ex libris

Κάνοντας βόλτες τόσο καιρό από blog σε blog διαπίστωσα ότι ώρες ώρες έψαχνα αναρτήσεις δίχως λέξεις μόνο με εικόνες. Ελπίζοντας ότι κι άλλοι εκεί έξω βολτάρουν με αυτό το σκοπό, συγκεντρώνω εδώ τα ex libris που μου έκαναν περισσότερο εντύπωση ανάμεσα στα 342 που βρίσκονται στo: Bookplate Designs Cd-Rom and Book (Dover Electronic Clip Art) by Editor-Carol Belanger Grafton.
Κάποια μέρα θέλω τα βιβλία μου να αποκτήσουν ένα ex libris αλλά η επιλογή είναι δύσκολη. Όπως το τατουάζ που θέλω να κάνω αλλά μέχρι να το βρω θα συνεχίσω να ψάχνω.










Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΒΟΛΤΑ…


Μακρινός τόπος η Οτάβα του Καναδά. Εκεί, λοιπόν, σε ένα κρατικό κτίριο, σε μία αίθουσα του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, πέφτω πάνω σε δυο πίνακες που με αιχμαλωτίζουν. Κρεμασμένοι αντικριστά, μακριά ο ένας από τον άλλο και όμως, μέσα στο ίδιο θέμα. Οι τυπωμένες λέξεις, και δεν είναι καν κοντά στην Βιβλιοθήκη τους. Απεικονίζουν το θέμα ανεξάρτητα, του δίνουν βαρύτητα συνολικά, έξω και πάνω από την Βιβλιοθήκη. Καρφώνομαι.

Στα αριστερά ο μεγάλος πίνακας τιτλοφορείται «Η Ιδέα της Τυπωμένης Λέξης», με κεφαλαία γράμματα, στα αγγλικά και γαλλικά, τις επίσημες γλώσσες του κράτους. Στα γαλλικά η απόδοση διαφέρει: «Η Λάμψη του Τυπωμένου». Το κέντρο καταλαμβάνει η προσωποποίηση της Τυπωμένης Λέξης. Στα δυο υψωμένα χέρια της κρατά έναν πυρσό που φωτίζει και έναν καθρέφτη, να καθρεφτίσει τον λόγο σκέψη, και τον προφορικό λόγο στην γραπτή του έκφραση (σκέφτομαι). Γυναίκα μα όχι ιδιαίτερα θηλυκή, μονοκόμματη, με έμφαση στο κεφάλι που φορά χρυσή περικεφαλαία και κρύβει τα μαλλιά. Ο πίνακας στις γωνίες και στον ουρανό του αφήνει χώρο για ένα πλήθος μηνυμάτων. Πάνω πετάνε ένα λευκό και ένα μαύρο πουλί. Στις άκρες δεσπόζουν απόκρημνοι βράχοι, βάρβαροι. Μπροστά από την Τυπωμένη Λέξη δυο παιδικές φιγούρες, η μια κρατά δεσμίδες χαρτιού και η άλλη μια τυπογραφική κάσα. Και πιο μπροστά δυο υδρόγειες σφαίρες ακινητοποιημένες σε διαφορετικά σημεία, ώστε να αποτυπώνουν τον κόσμο όλο. Η Ιδέα της Γραπτής Λέξης που κυριαρχεί μυθοποιείται, παίρνει την μορφή αρχαίας θεάς. Ως θεά, μια εφεύρεση, μια τεχνολογική κατάκτηση του σύγχρονου κόσμου, συνοδευμένη με σύμβολα. Μιας θεάς τοποθετημένης στον χώρο των ιδεών, σε ένα τοπίο ονειρικό, άχρονο, απροσδιόριστο.

Ο πίνακας στα δεξιά είναι εντελώς αλλιώτικος. Βγάζει δημιουργική ενέργεια, δύναμη, ρεαλισμό (σχεδόν σοσιαλιστικό). Βρισκόμαστε σε ένα τυπογραφείο, την στιγμή ακριβώς που έχει τυπωθεί η εφημερίδα. Ο αρχιεργάτης ανοίγει ένα φύλλο της εφημερίδας και ελέγχει με προσοχή, κοιτάζει ερευνητικά, ψάχνει το αποτέλεσμα της παραγωγής. Ο τίτλος εδώ: «Η Τυπωμένη Λέξη». Η τυπογραφική μηχανή σε δεύτερο πλάνο ρωμαλέα. Οι τέσσερις άνθρωποι σε πρώτο πλάνο, ακόμα πιο στιβαροί και σοβαροί στον ρόλο τους. Η τυπωμένη λέξη είναι εφημερίδα, είναι είδηση, πληροφορία που θα διαδοθεί. Η παράδοση των εφημερίδων ριζώνει και εξαπλώνεται. Η δύναμη της ενημέρωσης, της γνώσης που διώχνει τον φόβο, διαδίδεται. Η τυπογραφία εισέβαλε στην ζωή των ανθρώπων, φέρνοντας θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο της σκέψης τους σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Ο καρπός της πρόσβασης στις ιδέες, και στην γνώση ήταν, σταδιακά, για όλους. Η διευρυμένη ικανότητα της ανάγνωσης κατέλυσε παραδεδομένες αξίες, όλο και περισσότεροι μπορούσαν να πλησιάσουν οι ίδιοι, χωρίς μεσάζοντα κείμενα. Για παράδειγμα, η Βίβλος και τα Ιερά Κείμενα των διαφόρων πολιτισμών δεν απαγγέλλονται μόνο τελετουργικά. Οι άνθρωποι γίνονται μέτοχοι στο μύθο, στην Τέχνη, βλέπουν τον κόσμο με μάτι κριτικό. Τα κείμενα είναι προσιτά, διαβάζονται, μελετιόνται, κρίνονται. Σηματοδοτείται η εποχή της μαζικής μοναχικής ανάγνωσης, ο σιωπηλός εσωτερικός διάλογος. Στους δύο πίνακες της Μακρινής Βόλτας στην Οτάβα, η Τέχνη εικονοποιεί μία εφεύρεση, την εντάσσει σε μια σύγχρονη μυθολογία με καταλυτική εφαρμογή στην καθημερινότητα. Ένα δίπολο από τον κόσμο του ιδεατού στον κόσμο της πραγματικότητας.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Κάπου στην Ιπποκράτους

Αναρωτιόμουν πώς θα ξεκινήσω, πάντα οι αρχές με δυσκολεύουν. Μήνες αναρωτιόμουν ποια θα είναι η αρχή αλλά δε θα το παραδεχτώ. Μέχρι που τα βήματα μου με οδήγησαν σε ένα γνώριμο μέρος, που όποτε μπαίνω ο χρόνος μάλλον σταματάει ή απλά ξεχνάω ότι κυλάει. Ένας χώρος γεμάτος βιβλία, ναι αλλά βιβλία διαφορετικά από αυτά που συνήθως βλέπω, εκείνα που πια έχω μάθει να αναγνωρίζω από τη ράχη τους.
Να λοιπόν ποια θα είναι η αρχή μου: η βόλτα μου, μια μέρα με ήλιο χωρίς δουλειά, στο παλαιοβιβλιοπωλείο εκείνο που ξέρω ότι θα με περιμένουν βιβλία κρατημένα για εμένα.
Χαρούμενη έκπληξη να ανοίγεις κούτες με βιβλία ξεχασμένα γεμάτα αναμνήσεις ανάμεσα στις σελίδες τους, σημάδια παλιών κατόχων, που ίσως τώρα πια να μη ζουν, βιβλία που φυλακίζουν αρώματα άλλων εποχών. Κοίτα ένα μπλοκ επιταγών του ’50, γέλια, να πας να εξαργυρώσεις μια τέτοια επιταγή να σε κοιτάνε όλοι και να σε θεωρούν τρελό, γιατί δεν είμαι;
Ναι όντως, αυτή η παραλαβή διαφέρει. Ναι όντως ζηλεύω γιατί τα ράφια τα καινούρια είναι γεμάτα γυαλιστερά εξώφυλλα χωρίς σκόνη.
Ανοίγεις ένα άλλο και η πρώτη σελίδα είναι γραμμένη με χοντρά άγρια γράμματα. Μπλε λέξεις χαραγμένες για πάντα στη σελίδα που θα έπρεπε να είναι άσπρη. Και από κάτω ένα όνομα που τυχαίνει να είναι και στο εξώφυλλο, για φαντάσου.
Ράφια γεμάτα με βιβλία που όλοι νομίζουν πεθαμένα και αναζητούν ματαίως σε συστήματα και Διαδίκτυο. Μα ποιος τους είπε ότι πεθαίνουν τα βιβλία;
Περνούσε η ώρα χωρίς να τη σκέφτομαι και οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν, δια μαγείας δεν ήταν βιαστικοί, όπως κι εγώ, ήθελαν κουβέντα και ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν πρόθυμος. Δε μιλούσα, μόνο άκουγα και χάζευα τις ράχες, κολλούσα σε κάτι, το βιβλίο αυτό της Μήτσορα είναι εξαντλημένο από τις εκδόσεις Οδυσσέας, για δες, δεν είναι ανάγκη να περιμένω πότε θα επανεκδοθεί από τον Πατάκη, και επανερχόμουν στην κουβέντα που τώρα είχε περάσει στο σινεμά.
Κάπου στην Ιπποκράτους σε ένα μικρό μέρος γεμάτο με παλιά βιβλία, κουβέντες και ζεστούς ανθρώπους ένιωσα ξαφνικά ευτυχία, όπως κάθε φορά εκεί μέσα.
Και να ’μαι τώρα να κρατάω τη σακούλα με τα έξι καινούρια βιβλία μου, που περίμενα να ανοίξω όταν θα έγραφα αυτές τις γραμμές. Έξι καινούρια βιβλία που κάθε φορά που θα τα κοιτώ θα θυμάμαι τη μέρα εκείνη, τις κουβέντες που άκουσα, τις λέξεις που μου διάβασαν χωρίς ακόμα να έχουν εκδοθεί.