Πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία για τις βιβλιοθήκες και τη βιβλιοθηκονομία. Κι είναι, αν μη τι άλλο, καλό αυτό. Να ακούγεται αυτή η επιστήμη η παραμελημένη, η χωρίς αναγνώριση. Κάτι η δημοσιότητα από τη μετακόμιση της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο νέο της κτίριο, κάτι οι δράσεις των κατά τόπων δημοσίων βιβλιοθηκών, κάτι οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν σχετικά κείμενα σε εφημερίδες, κάτι ο μυστηριώδης Καλλίμαχος της "Αυγής", κοντεύει η ειδικότητα να πετάξει τις αράχνες από πάνω της, επιτέλους να αποκτήσει τη χρησιμότητα που της πρέπει κι ας είναι μόνο στα λόγια για αρχή. Οι βιβλιοθήκες να αποκτήσουν θέση στις καρδιές μας και στην καθημερινότητά μας, να επιζητούμε την ύπαρξή τους μα και τη σωστή λειτουργία τους που θα έρθει από την απαραίτητη χρηματοδότησή τους.
Για την αρχειονομία όμως δεν γίνεται πολύ κουβέντα. Είναι που και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) δεν ζητούν τη δημοσιότητα πολύ, είναι και που ο ρόλος τους αναγκαστικά είναι μακριά από τα φώτα, καθώς ενδιαφέρει μικρότερη μερίδα πληθυσμού. Έχει όμως και αυτή η επιστήμη τη μαγεία της, τόσο ίδια αλλά ταυτόχρονα τόσο διαφορετική από τη βιβλιοθηκονομία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε "Επιστήμες της Πληροφορίας" ή "της Πληροφόρησης" ή "Πολιτισμικές Μονάδες" ή κάπως αλλιώς, αλλά μπορούμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όπως οι βιβλιοθήκες χρειάζονται τους βιβλιοθηκονόμους τους, έτσι και τα αρχεία χρειάζονται τους αρχειονόμους τους. Φυσικά κάθε υπηρεσία χρειάζεται πλήθος ειδικοτήτων για να λειτουργεί σωστά, και στην περίπτωση εδώ άκρως απαραίτητοι είναι και οι Ιστορικοί, οι Πληροφορικοί μα και οι Συντηρητές Έργων Τέχνης, κι αυτοί οι τελευταίοι πάντα χρειάζονται, καμιά φορά θαρρώ πως χρειάζονται περισσότερο από εμένα. Γιατί είναι το χαρτί ευάλωτο, ευαίσθητο και ορισμένες φορές νιώθω ότι εξαφανίζεται στα χέρια μου, λιώνει και χάνεται. Σκορπίζουν τα γράμματα, γίνονται σκόνη κι αέρας και νιώθω μια ματαιότητα.