Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Μέλος μιας ανθρωποβιβλιοθήκης


Πάνε πέντε χρόνια από τότε που έγραψα αυτήν την ανάρτηση την αφιερωμένη σε μια βιβλιοθήκη γεμάτη ανθρώπους, μια βιβλιοθήκη διαφορετική από τις άλλες καθώς αντί για χάρτινα βιβλία περιλαμβάνει ανθρώπους με όρεξη να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία. Επιτέλους μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ μια τέτοια βιβλιοθήκη. Έτσι ιδιαίτερη που είναι δεν έχει μια συγκεκριμένη διεύθυνση αλλά δημιουργείται εκεί που υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο τους κάτι το καινούριο. Άλλωστε φτιάχνεται από απλά υλικά όπως χαμόγελα, ζεστή σοκολάτα, όρεξη για κουβέντα. Πραγματικά δεν ήξερα πως θα είναι αυτά τα ζωντανά βιβλία, δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως θα είναι ταξιθετημένα ή με ποιον τρόπο θα τα ανοίξω για να ξεκινήσω την ανάγνωση. Ανυπομονούσα.

Το μέρος που πια κοντεύει να γίνει προέκταση του σπιτιού μου είχε διαμορφωθεί αναλόγως για να φιλοξενήσει αναγνώστες και βιβλία κι εγώ στον προθάλαμο περίμενα. Τέσσερις άνθρωποι-βιβλία είχαν τοποθετηθεί στις τέσσερις γωνίες του δωματίου και ένας ακόμη στο κέντρο του. Είχαν φτιάξει ο καθένας τη γωνιά του με τον ανάλογο φωτισμό με μερικές καρέκλες γύρω του και περίμεναν τους αναγνώστες τους. Οι κανόνες ήταν απλοί, διαλέγεις μια γωνιά κάθεσαι στην καρέκλα δίπλα στον άνθρωπο-βιβλίο της επιλογής σου και για 15 λεπτά ακούς την ιστορία του. Όταν τελειώσει ο χρόνος ακούγεται ένα κουδουνάκι, αλλάζεις γωνιά κι ακούς την επόμενη ιστορία. Στο τέλος μπορούσες να ξαναπάς σε όποιο από τα ανθρώπινα βιβλία θα ήθελες να μάθεις περισσότερα.

1η ιστορία: Ένας Ελβετός που έμεινε στην Ελλάδα. Μια μέρα αποφάσισε να τα παρατήσει όλα στην Ελβετία και να κάνει το γύρω της Ευρώπης με ποδήλατο (στο κομοδίνο δίπλα στο πορτατίφ είχε ένα ποδήλατο μινιατούρα). Από την Ελβετία πέρασε στην Ιταλία, με το καράβι έφτασε στην Ελλάδα αλλά αντί να διασχίσει το βόρειο τμήμα της χώρας για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε σχεδιάσει, κατέβηκε νότια. Στην Καλαμάτα ερωτεύτηκε αλλά συνέχισε το ταξίδι που ήθελε. Πήγε στην Κρήτη κι από εκεί αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη, μετά Συρία και Ισραήλ. Είδε και έζησε πολλά, αλλά η καρδιά του έμεινε στην Καλαμάτα. Επέστρεψε και ζει μόνιμα ερωτευμένος.

2η ιστορία: Η λέξη "αθίγγανος" σημαίνει ανέγγιχτος. Οι Ρομά έχουν σημαία, ήταν από τα πρώτα πράγματα που μας είπε, ήταν κολλημένη πίσω του. Μια λωρίδα πράσινο, η γη, μια λωρίδα μπλε, ο ουρανός, και στη μέση ένας τροχός από κάρο, που συμβολίζει την κίνηση. Είναι που οι Ρομά μετακινούνται συνεχώς, επειδή ασχολούνται με το εμπόριο, επειδή έτσι συνηθίζουν να κάνουν. Οι Ρομά δεν θεωρούν ότι το σχολείο και η μόρφωση κάτι θα τους προσφέρει. Το σημαντικότερο είναι να κάνουν οικογένεια και να εργάζονται όλοι μαζί. Τελείωσε το δημοτικό, έκανε παιδί, χώρισε αλλά μετά αποφάσισε να πάει σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας για να τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ζει σε σπίτι, δεν έχει καμία σχέση με τους άλλους, εκείνους που μένουν σε κατασκηνώσεις.

3η ιστορία: Πόσο ελεύθερος είναι ο καθένας να κάνει τις επιλογές του; Οι φίλοι του τον φωνάζουν μικρό πρίγκιπα, το βιβλίο του Εξυπερύ ήταν δίπλα του στο κομοδίνο. Είναι το αγαπημένο του βιβλίο. Νομίζω ότι μου μιλούσε ο μικρός πρίγκιπας, έστεκε ζωντανός μπροστά μου, δεν μπορούσε να είναι άλλος παρά αυτός. Μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό με τις αδερφές του και τον πατέρα του. Νωρίς κατάλαβε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, δεν ήθελε να το κρύβει, δεν θεωρούσε ότι ήταν πρόβλημα. Η οικογένειά του δεν το δέχτηκε ποτέ. Έμεινε μόνος. Περιπλανήθηκε αλλά συνέχισε να ελπίζει. Ζει μόνος, χωρίς οικογένεια αλλά με πολλούς φίλους. Άλλοι θέλουν παιδιά και δεν μπορούν να έχουν κι άλλοι που τα έχουν δεν τα θέλουν, είπε. Πράγματι. Κάποιοι δεν αξίζουν να είναι γονείς, είπε. Όντως, να έχεις τον μικρό πρίγκιπα και να μην τον θες. Κι αυτό το χαμόγελό του ήταν που μου έμεινε.

4η ιστορία: Επιχειρηματίας, Μητέρα, Γυναίκα. Κουραμπιέδες μπροστά της, νοστιμότατοι! Έχει πέντε παιδιά, δεν ήθελε να μεγαλώσουν στην Αθήνα, στην γκρίζα πρωτεύουσα, κι ήρθε εδώ. Η επαρχία είναι καλύτερος τόπος για να ζουν τα παιδιά. Δούλευε στο κυλικείο του σχολείου τους γιατί ήθελε να είναι κοντά τους. Μετά ξεκίνησε μια δική της επιχείρηση, τα παιδιά δίπλα της. Χώρισε με τον άντρα της γιατί θα ήταν καλύτερα για τα παιδιά να είναι χώρια. Ο καθένας κάνει τη ζωή του αλλά τα παιδιά τους είναι πάνω από όλα. Τα τρία της, μεγάλα πια, έχουν φύγει και το καθένα έχει τη δική του ζωή. Τα δύο είναι μαζί της ακόμη. Το ένα την έχει μεγαλύτερη ανάγκη καθώς είναι ιδιαίτερο. Όλα όμως, είτε είναι κοντά είτε μακριά είναι συνέχεια στο μυαλό της. Ακόρεστη αγάπη κι ακόρεστη δύναμη να προσφέρει.

Τέσσερις ιδιαίτερες ιστορίες. Η κάθε ιστορία ήταν διαφορετική. Μα ποιο βιβλίο είναι ίδιο με κάποιο άλλο; Όλα κάτι άλλο σου αφήνουν. Μακάρι να μου τύχει να συναντηθώ ξανά με μια ζωντανή βιβλιοθήκη. Κι αν σας δοθεί η ευκαιρία μην τη χάσετε. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.

Μερικές εικόνες από εκείνη την βραδιά όπως τις αποτύπωσαν οι άνθρωποι που την οργάνωσαν:


Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ώρα για εκδρομή

Τυχερός όποιος αγαπά να εξερευνά τα μέρη γύρω του και δεν ησυχάζει αν δεν πάει μια εκδρομή έστω κοντινή.  Τα χρήματα είναι ένας αρνητικός παράγοντας αλλά προσωπικά προτιμώ να στερηθώ πολλά για να κερδίσω μία εκδρομή, μια βόλτα σε νέα μέρη. Η Αθήνα συγκεντρώνει τα πάντα αλλά η επίσκεψη σε ένα νέο μέρος είναι κάτι το διαφορετικό. Κι υπάρχουν πολλά μέρη γύρω της που μπορεί να επισκεφθεί κάποιος ακόμη και αυθημερόν. Η Πελοπόννησος είναι ιδανικός προορισμός για τους κατοίκους της πρωτεύουσας, τόσο για το καλοκαίρι όσο για το χειμώνα. Καθώς τώρα το χειμώνα η θάλασσα δεν με πολύ συγκινεί, ένας ορεινός προορισμός είναι ότι πρέπει ειδικά κι αν έχει και λίγο χιόνι αλλά κι αν δεν έχει, το κρύο, το τζάκι, οι καμινάδες που αχνίζουν, τα έλατα, δημιουργούν ένα αγαπημένο χειμωνιάτικο σκηνικό. Στο κέντρο της Πελοποννήσου βρίσκεται ο νομός Αρκαδίας, ο οποίος συγκεντρώνει μερικά πανέμορφα χωριά στο ορεινά του, συγκεκριμένα στην επαρχία της Γορτυνίας. Ένα από αυτά, είναι η παραμυθένια Δημητσάνα που αν ακόμη δεν έχεις επισκεφθεί πρέπει να το κάνεις.


Παρένθεση για προσωπική ιστορία. Η Δημητσάνα είναι ένα μέρος που κάποτε είχα σκεφθεί ότι θα μπορούσα να μείνω μόνιμα εκεί. Το 2009 είχε ανακοινωθεί μια προκήρυξη που θα στελέχωνε ΓΑΚ και ιστορικές βιβλιοθήκες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με αρχειονόμους, προκήρυξη που τελικά ποτέ δεν εκδόθηκε γιατί τη σταμάτησε η κρίση. Εγώ όμως είχα την ευκαιρία (που δεν μου ξαναδόθηκε από τότε) έστω και για ένα μικρό διάστημα να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να διαλέξω ένα μέρος για μόνιμη εργασία. Κι όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αυτό το μέρος είχα σκεφτεί κι ας μην το είχα ποτέ μου επισκεφθεί. Μου αρκούσε η ιστορία του για να αποφασίσω ότι θα ήθελα να μείνω εκεί για πάντα.


Η Δημητσάνα απέχει από την Τρίπολη 48 χλμ. κι από την Αθήνα 200 χλμ., ενώ ο ταξιδιώτης που έρχεται από την Αθήνα θα έχει την ευκαιρία να περάσει και να δει μερικά ακόμη όμορφα χωριά όπως το Λεβίδη και τη Βυτίνα με το χιονοδρομικό κέντρο δίπλα της. Μα πιο αρχοντική από όλα είναι αναμφισβήτητα  η Δημητσάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας άλλωστε, με 340 κάτοικους σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.000 μ. κι είναι απίστευτα γραφική, με τα πανέμορφα πετρόκτιστα αρχοντικά, ανακαινισμένα στο σύνολό τους, με τα λιθόστρωτα δρομάκια να περπατήσεις. Έχει κι ορισμένα σπουδαία αξιοθέατα, φυσικά πρώτο και καλύτερο η ιστορικότατη βιβλιοθήκη της, η οποία ιδρύθηκε το 1764 και συστεγάζεται μαζί με το δημοτικό σχολείο σε ένα ιστορικό κτίριο που στέγαζε τη Σχολή της Δημητσάνας μέρος της οποίας ήταν και η βιβλιοθήκη. Παρόλο που κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι σελίδες των βιβλίων της χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φυσιγγίων, σήμερα αριθμεί περισσότερα από 35.000 τεκμήρια μεταξύ αυτών και σπάνιες εκδόσεις ενώ διαθέτει και τμήμα χειρογράφων με 200 κώδικες και λυτά έγγραφα. Είναι ανοιχτή Τρίτη με Σάββατο και δυστυχώς εγώ πήγα την Κυριακή που ήταν κλειστή. Έκατσα όμως στα παγκάκια απ' έξω να θαυμάσω το κτίριο, τη θέα και κλεφτά με φαντάστηκα να εργάζομαι εκεί, να ανεβαίνω αυτά τα σκαλιά για να... ξύπνησα με σκοπό να συνεχίσω τη βόλτα.


Ένα ακόμη αξιοθέατο είναι το αρχοντικό στο οποίο γεννήθηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε', ενώ μετά τον οικισμό βρίσκεται το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, ένα από τα εννέα άκρως εντυπωσιακά θεματικά μουσεία της τράπεζας Πειραιώς. Εδώ έχουν αξιοποιηθεί κι έχουν αποκατασταθεί υδατοκίνητες εγκαταστάσεις και μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι κάτοικοι της περιοχής εκμεταλλευόμενοι τα νερά του Λούσιου ποταμού. Ο επισκέπτης μπορεί να δει πως δούλευαν με τη δύναμη του νερού αλευρόμυλοι, ρακοκάζονα, βυρσοδεψεία αλλά και μπαρουτόμυλοι. Φυσικά υπάρχουν πολλές γουστόζικες καφετέριες ορισμένες με θέα στα βουνά και πολλές ταβέρνες που όπως σε όλα τα τουριστικά μέρη είναι πολύ ακριβές κάτι που δεν εξαργυρώνεται με την ποιότητα του φαγητού που προσφέρουν. 




Μετά από εννέα χιλιόμετρα βρίσκεται ένα ακόμη χωριό που είναι ακόμη πιο όμορφο και σε κάνει να απορείς πως μπορεί να βρίσκεται το ένα δίπλα στο άλλο. Η Στεμνίτσα είναι κι αυτή κτισμένη στο όρος Μαίναλο στα 1.080 μ. Καθώς μπαίνεις στην πόλη έχεις την ευκαιρία να τη θαυμάσεις πανοραμικά και να αγναντέψεις τις απότομες βουνοκορφές που την περιτριγυρίζουν. Στην πλατεία κάτω από  το περίτεχνο καμπαναριό μπορείς να πιείς έναν καφέ αν σ' αφήσουν οι μυρωδιές από το κρέας που ψήνεται στα κάρβουνα. Κι αν η Δημητσάνα έχει τη βιβλιοθήκη εδώ υπάρχει η δραστήρια Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας που λειτουργεί από το 1976 ενώ σήμερα είναι ΙΕΚ που αποσπά βραβεία και φέρνει νέους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν ανοίξει τα μαγαζιά με τα κοσμήματα της Στεμνίτσας συνεχίζοντας μια παράδοση που κρατά από τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Υπάρχει ακόμη το Λαογραφικό Μουσείο της που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1985 που είναι ανοικτό όλα τα πρωινά εκτός της Τρίτης.


20 χλμ. μετά τη Στεμνίτσα βρίσκεται η λιγότερο τουριστική και πιο ήσυχη Καρύταινα που απέχει 70 χλμ. από την Καλαμάτα. Ο επισκέπτης που έρχεται από την Καλαμάτα έχει την ευκαιρία να δει τις εγκαταστάσεις του ΑΗΣ Μεγαλόπολης, να δει τα τεράστια φουγάρα που δημιουργούν ψεύτικα σύννεφα, τους ατέλειωτους λόφους από λιγνίτη που ετοιμάζεται να καεί για να προσφέρει ρεύμα. Μέσα από κακοσυντηρημένους δρόμους αλλά με όμορφη θέα βλέπεις μπροστά σου την Καρύταινα και το εντυπωσιακό, τουλάχιστον από μακριά, κάστρο της χτισμένο στην κορυφή του λόφου πάνω από τον οικισμό. Αυτή η πανοραμική θέα της που έχει ο επισκέπτης που φθάνει στην Καρύταινα βρίσκονταν αποτυπωμένη στο παλιό χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ. Γεμάτη φρεσκοανακαινισμένα πέτρινα αρχοντικά που όμως στην πλειοψηφία τους μοιάζουν άδεια και ακατοίκητα περπατάς τα καλντερίμια της και νιώθεις ότι κάνεις ένα ακόμη ταξίδι στο χρόνο και στην ιστορία. Δίπλα της ο Αλφειός ποταμός που την κάνει ιδανικό προορισμό και για το καλοκαίρι για όσους αρέσκονται στο ράφτινγκ.


Τέτοια όμορφα μέρη έχει λοιπόν η ορεινή Αρκαδία και φυσικά δεν είναι μόνο τα χωριουδάκια αυτά που εγώ επισκέφθηκα για δεύτερη φορά ανήμερα των Χριστουγέννων, τα οποία βέβαια είναι και τα πιο διάσημα και συγκεντρώνουν τον περισσότερο κόσμο τις Κυριακές και τις αργίες. Ακόμη, αξίζουν και οι βόλτες στα βουνά με την ιδιαίτερη χλωρίδα με τα ελατοδάση και τα ποτάμια που τα διασχίζουν καθώς κι η επίσκεψη στις διάφορες ιστορικές μονές. Πάρτε τα βουνά λοιπόν γιατί αξίζει.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Ποίηση για την ποίηση IV


Όπως τα βιβλία για βιβλία έτσι μου αρέσουν και τα ποιήματα για ποιήματα ή η ποίηση που να αναφέρεται στον μαγικό κόσμο του βιβλίου, από τη συγγραφή έως και την ανάγνωση.
Είμαστε μια χώρα με πολλούς ποιητές. Αν κοιτάξεις γύρω σου θα δεις πολλούς να μάχονται με τις εσωτερικές τους λέξεις κι εν τέλει αναγκαστικά να τις αφήνουν με μελάνι σε ένα κομμάτι χαρτί. Κι ας είναι να υπάρχει παντού γύρω μας ποίηση (ή να βλέπουμε μόνο αυτήν).  Όσο πιο όμορφη τόσο το καλύτερο, ομορφαίνουμε δίπλα της κι εμείς, και το έξω και το μέσα. Πώς μπορεί να μην είναι ωραίος άνθρωπος κάποιος που γράφει και διαβάζει ποίηση; 
Ευχαριστώ τον ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου για την αποστολή αυτής της όμορφης εικόνας με τα αξιοζήλευτα ωραία γράμματα που εγώ που ποτέ δεν θα καταφέρω να κάνω, με τις απλές λέξεις που ήθελαν να πετάξουν αλλά το μόνο που κατάφερναν είναι να σκορπούν μελάνι, νομίζουν. Ο Δημήτρης εκτός από το να γράφει στίχους με όμορφα γράμματα και να βραβεύεται για τις ποιητικές συλλογές που εκδίδει, έχει δημιουργήσει και μια ομάδα στο facebook για συζητήσεις γύρω από την ποίηση με τον τίτλο Ποίηση, Πεζογραφία και αναγνώστες.

Και με τους στίχους αυτούς για παρέα θα ευχηθώ σε όλους που βολτάρουν μαζί μου σε τούτο το μπλογκ να περάσουν γαλήνια και γιορτινά τις ημέρες τις επόμενες. 

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Αγκάθα Κρίστι: η αρχή ενός έρωτα


Είχα την εντύπωση ότι ένα αστυνομικό βιβλίο δεν μπορεί να απογοητεύσει τον αναγνώστη του, καθώς πάντα θα υπάρχει η αγωνία που θα σε οδηγεί, μηχανικά έστω, στο τέλος της υπόθεσης. Από την εμπειρία που έχω με τα αστυνομικά μυθιστορήματα το συναίσθημα της αγωνίας ξεκινά στην πρώτη σελίδα και τελειώνει μόνο όταν φτάσω στην τελευταία. Σχεδόν πάντα ο φόνος παρουσιάζεται στην πρώτη σελίδα κι ο δολοφόνος στην τελευταία. Οι λέξεις σε υπνωτίζουν, σε κρατούν σφιχτά από το χέρι και βασανιστικά αργά σε οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Υπάρχει και διαδραστικότητα, πάντα ο αναγνώστης προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι ο δολοφόνος και να κατανοήσει το κίνητρο της αποτρόπαιας πράξης. Μα τις περισσότερες φορές μαντεύεις λάθος κι υπόσχεσαι ότι την επόμενη φορά θα έχεις γίνει καλύτερος και θα το βρεις. Εξάλλου ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του προσωπικό στιλ, διαβάζοντας όλο και περισσότερα βιβλία του μαθαίνεις να αναγνωρίζεις το ύφος που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις ποιον ήρωα θα κάνει δολοφόνο αυτή τη φορά, νομίζεις. 

Τα βιβλία με αυτές τις υποθέσεις κατηγορούνται όλο και περισσότερο ότι παίρνουν τη σκυτάλη από τη ροζ λογοτεχνία με σκοπό να γίνουν τα νέα best sellers που θα μαγέψουν και το γυναικείο κοινό παράλληλα με το αντρικό, στο οποίο ούτως ή άλλως είχαν πέραση. Κλείνω τα αφτιά μου σε αυτούς που μιλάνε για μη ποιοτικά βιβλία, χάσιμο χρόνου κ.λπ. Με αυτήν την κατηγορία ασχολήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς κι έχουν γραφτεί πολλές σελίδες με οδηγίες για το πως θα γράψει κάποιος ένα πετυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δηλώνω λάτρης του αστυνομικού, αλλά μόνο του καλού. 

Έφτασε τυχαία στα χέρια μου ένα αστυνομικό βιβλίο που ο βασικός ήρωας είναι το χάρτινο δημιούργημα της Αγκάθα Κρίστι, ο Ηρακλής Πουαρό. Δεν είχε τύχη να διαβάσω ποτέ μου κάποιο από τα βιβλία της Κρίστι (μάλλον αυτές οι εκδόσεις Λυχνάρι φταίνε) και θεώρησα καλή επιλογή να γνωριστώ μαζί της μέσα από ένα βιβλίο της Sophie Hannah που το όνομα Agatha Christie μοστράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου και ξεγελά προς στιγμήν τον επίδοξο αναγνώστη σαν να πρόκειται για κάποιο βιβλίο της διάσημης συγγραφέως. Και με όλα αυτά στο μυαλό ξεκίνησα την ανάγνωση του βιβλίο Agatha Christie: έγκλημα με υπογραφή των εκδόσεων Διόπτρα. Σκέτη απογοήτευση. Από την αρχή κάτι δεν μου πήγε καλά. Ανούσιες περιγραφές, πλατειασμός σε σημεία άνευ σημασίας, καμία ροή, καμία αγωνία, όλα ένα τίποτα. Όταν έφτασα στη μέση του βιβλίο αποφάσισα ότι η ανάγνωσή του δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Ή μάλλον είχε ένα νόημα και μάλιστα μεγάλο. Με έκανε να επισπεύσω την ανάγνωση ενός βιβλίο της πραγματικής συγγραφέως.

Έτρεξα στη βιβλιοθήκη να πάρω το πιο διάσημο βιβλίο της. Αυτό που όταν δούλευα στα βιβλιοπωλεία έβλεπα να εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Οι δέκα μικροί νέγροι, από έκδοση εφημερίδας δυστυχώς κι όχι από τις κλασικές εκδόσεις, βρέθηκε στα χέρια μου και ξεκίνησα την ανάγνωση. Μαγεία! Όλο το σκηνικό μου θύμιζε θεατρικό έργο καθώς το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται σε ένα δωμάτιο. Δέκα άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους συγκεντρώνονται σε ένα απομακρυσμένο νησί. Ο καθένας τους έχει λάβει μια πρόσκληση από κάποιον που φαίνεται να τον γνωρίζει καλά. Και οι δέκα έχουν ένα κοινό στοιχείο, όλοι έχουν διαπράξει στο παρελθόν κάποιον φόνο κι έχουν αθωωθεί. Στο νησί που φτάνουν δεν τους περίμενε κανείς οικοδεσπότης. Ένας ένας πεθαίνουν. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά τους αλλά κανείς από τους ήρωες ή από τους αναγνώστες δεν μπορεί να τον βρει. Μόνο όταν η ανάγνωση φτάσει στην τελευταία λέξη η υπόθεση θα ολοκληρωθεί. 

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που να διαβάζει αστυνομικά βιβλία και να μην έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο. Αν υπάρχει όμως κάνει ένα μεγάλο λάθος που πρέπει να το διορθώσει αμέσως.

Με χαρά έμαθα ότι οι δέκα μικροί νέγροι παίζονται και σε θεατρικό και μάλιστα για δεύτερη χρονιά. Αν κρίνω από το βιβλίο σίγουρα αξίζει. Πληροφορίες για την θεατρική παράσταση εδώ.

Το βιβλίο που ποτέ δεν ολοκλήρωσα αναζητά τον αναγνώστη που θα το εκτιμήσει περισσότερο.
Δες κι εδώ.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Περί θνητότητας


Είναι δύσκολο να μιλά κανείς για τον θάνατο. Όλοι μας έχουμε βιώσει ή θα βιώσουμε κάποια στιγμή τον θάνατο κοντινών μας ανθρώπων. Η απώλεια. Ένα γεγονός που αποθηκεύεται στο νου και σε ακολουθεί για πάντα. Η θλίψη. Σου υπενθυμίζει την ύπαρξή της και στην πιο μεγάλη χαρά. Η αναγκαιότητα της απώλειας και της θλίψης που επιφέρει δεν σου επιτρέπει να κάνεις τίποτα άλλο παρά να συμβιβαστείς μαζί της. Αποδέχεσαι τη ζωή που αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τον θάνατο. Ακόμη κι αν σταθούμε τόσο τυχεροί και δεν βιώσουμε τον θάνατο άλλων, σίγουρα κάποια στιγμή θα βιώσουμε τον δικό μας. 

Αλήθεια πώς θα θέλαμε να είναι εκείνες οι τελευταίες στιγμές πριν τον θάνατο είτε αυτός προέλθει από γεράματα είτε σε μικρότερη ηλικία από κάποια ανίατη ασθένεια; Θα ήμασταν σε θέση να υπομείνουμε τα πάντα με την ελπίδα ότι θα ζήσουμε μερικά χρόνια παραπάνω ή θα απολαμβάναμε το διάστημα που μας απομένει με την προϋπόθεση να καταπίνουμε μερικές χούφτες χάπια για να γίνεται ο πόνος πιο ανεκτός;

Αυτό ακριβώς το ερώτημα μελετά αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο. Αν και γραμμένο από χειρούργο ιατρό, είναι γραμμένο με τρόπο κατανοητό αλλά και επιστημονικό συνάμα, η εκλαϊκευμένη επιστήμη σε όλο της το μεγαλείο με την εγγύηση της ποιοτικής έκδοσης από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ο Atul Gawande ζει και εργάζεται στην Αμερική και ως εκ τούτου περιγράφει μια κατάσταση πολύ πιο εξελιγμένη από τη δική μας αναφορικά με την γηριατρική, τα νοσοκομεία, τις υπηρεσίες που προσφέρονται στους ασθενείς και στους ηλικιωμένους. Αξιοζήλευτες παροχές που όλοι θα θέλαμε να είχαμε. Παρ' όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει ίδιο ανεξαρτήτως παροχών που μπορούν να σου προσφερθούν. Πότε είναι έτοιμος κάποιος να αποδεχτεί το γεγονός ότι πεθαίνει; Μπορεί κάποιος να αποδεχτεί ότι θα είναι ανήμπορος να αυτοεξυπηρετηθεί; Όταν ο θάνατος πλησιάζει το πως το βιώνει ο καθένας είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό κι η ιατρική οφείλει να μεσολαβήσει.

Ο Ατούλ Γκαουαντέ στο βιβλίο "Εμείς οι θνητοί" παραθέτει παραδείγματα από την εμπειρία του ως γιατρός με ηλικιωμένους και ασθενείς σε τελικό στάδιο. Δεν διστάζει να αναφερθεί και στο θάνατο του πατέρα του, απομονώνοντας εν μέρει τη συναισθηματική φόρτιση που αυτό προκαλεί. Παρουσιάζει τον άνθρωπο στο χειρότερο στάδιο της ανθρώπινης φύσης του. Στο στάδιο αυτό ως γιατρός προσπαθεί να σωπάσει και να ακούσει το ίδιο τον άνθρωπο, να κατανοήσει τις επιθυμίες του και τις ανάγκες του για να μπορέσει να τις υπηρετήσει. Εξάλλου, οι πιο σπουδαίες επιθυμίες είναι αυτές που έρχονται όταν η φθορά σε κυριεύει.   

Είναι δύσκολο να μιλά κανείς για τον θάνατο ακόμη κι όταν αυτός είναι γιατρός. Κι αν είναι δύσκολο να μιλάς και να γράφεις το ίδιο δύσκολο είναι και να διαβάζεις. Λέξεις θλιμμένες που σε ταράζουν μόνο στο άκουσμά τους. Όμως σίγουρα αξίζει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να το γνωρίσω μέσα από την εκπομπή Διαβάζοντας της Κατερίνας Μαλακατέ. Τυχαίνει πάντοτε τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία να μην είναι λογοτεχνικά. 

Υ.Γ. Το βιβλίο συνοδεύεται άνετα με διακοπή τσιγάρου (έστω ολιγοήμερη), την κατανάλωση άφθονων φυσικών χυμών, φρούτων καθώς και λαχανικών εποχής, την έναρξη κάποιας αθλητικής δραστηριότητας και λοιπές ενέργειες που δίνουν την ελπίδα για μακροζωία...

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Τα μουσεία χθες και σήμερα


Δύο βιβλία που εκδόθηκαν πολύ κοντά χρονικά το ένα στο άλλο αλλά σηματοδοτούν δύο διαφορετικές εποχές στον κόσμο των ελληνικών μουσείων. Το βιβλίο της Ματούλας Σκαλτσά Για τη μουσειολογία και τον πολιτισμό εκδόθηκε το 1999, ενώ το βιβλίο της Μαρίας Οικονόμου Μουσείο: αποθήκη ή ζωντανός οργανισμός εκδόθηκε το 2003. Και τα δύο πραγματεύονται το ίδιο αντικείμενο αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. 

Το πρώτο πρόκειται για συγκέντρωση διάφορων άρθρων της συγγραφέως που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1990-1998 στις εφημερίδες Τα Νέα και Το Βήμα. Εκείνα τα χρόνια τα μουσεία φαίνεται ότι διέφεραν αισθητά από τα μουσεία που έχουμε τη χαρά να επισκεπτόμαστε σήμερα, ενώ με τον όρο μουσεία ο νους πήγαινε περισσότερο στα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας καθώς αυτά υπερίσχυαν αριθμητικά. Η Σκαλτσά, ιστορικός τέχνης και μουσειολόγος, μιλούσε για πολιτιστική και μουσειακή πολιτική, μιλούσε για την απραξία του Υπουργείου Πολιτισμού, μιλούσε για την κατάσταση των ελληνικών μουσείων συγκρίνοντάς την με τα μουσεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επίσης, μιλούσε για μουσειολογία σε μια εποχή που οι σπουδές στον αντίστοιχο τομέα δεν είχαν την σημερινή πέραση αλλά και ούτε τον σημερινό αριθμό των ακαδημαϊκών τμημάτων που παρέχουν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσειολογία, στη συντήρηση και στη διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς, από το ένα άκρο περάσαμε στο άλλο. Ακόμη, αναφερόταν σε προσωπικές της εμπειρίες από επισκέψεις μουσείων και αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας. Μέχρι και για κλοπές εκθεμάτων έκανε λόγο. Τα περιεχόμενα του βιβλίου να δει κανείς θα διασκεδάσει απλά και μόνο με τους τραγελαφικούς τίτλους που έδινε στα άρθρα της που αποτύπωναν την κατάσταση με μερικές λέξεις. Τολμώ να πω ότι διαβάζοντας τα άρθρα διακρίνω διαφορά από το σήμερα. Σίγουρα κάτι έχει αλλάξει, αυτά που περιγράφονται δεν μου θυμίζουν τις δικές μου επισκέψεις στα μουσεία.

Η μεγάλη αλλαγή έγινε την πρώτη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Τότε ήταν που τα μουσεία υπεδιπλαδιάστηκαν ενώ τα παλαιότερα ανακαινίστηκαν, εκσυγχρονίστηκαν. Τα κτίρια ομόρφυναν, οι συλλογές επανατοπεθετήθηκαν με καλύτερο φωτισμό και πιο κατανοητές σημάνσεις. Απέκτησαν πωλητήρια, καφέ και άνοιξαν τις πόρτες τους στο ευρύ κοινό με πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκδηλώσεων.

Στις πρακτικές αυτές αναφέρεται το δεύτερο βιβλίο. Ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή των μουσείων καταλήγει στο σήμερα και στην ανάγκη της επικοινωνίας των συλλογών με τον επισκέπτη. Η Οικονόμου αναφέρεται σε ένα μουσείο που παύει να είναι μια αποθήκη εκθεμάτων με μόνο σκοπό τη διατήρησή τους και την επιστημονική μελέτη τους. Αναφέρεται σε ένα μουσείο που κύριο ρόλο διαδραματίζει ο άνθρωπος, η ικανοποίηση του επισκέπτη που έρχεται για εκπαιδευτικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους λόγους. Σκοπός του μουσείου είναι η προσέλκυση με κάθε τρόπο περισσότερου κόσμου ανεξαρτήτως εισοδήματος ή επιπέδου μόρφωσης. "Είναι ενδεικτικό αυτών των αλλαγών ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σχετικά με τα μουσεία έχει αρχίσει να αλλάζει. Εκεί που παραδοσιακά οι λέξεις που τα χαρακτήριζαν ήταν "ταξινόμηση", "διανόηση", "διδασκαλία", "θαυμασμός", τώρα χρησιμοποιούνται πιο συχνά λέξεις όπως "αισθήματα", "εμπειρίες", "συμμετοχή", "πρόσβαση", "κοινωνική εκδήλωση", αναφέρει χαρακτηριστικά.

Είναι φανερό ότι η αλλαγή στον κόσμο των μουσείων πραγματοποιήθηκε τις καλές εποχές της χώρας που λεφτά υπήρχαν. Πολύ εύκολα όλη αυτή η πρόοδος μπορεί να χαθεί. Σίγουρα τα νέα μουσεία δεν θα κλείσουν ίσως όμως να χάσουν κάτι από τη λάμψη τους αν σταματήσει η πολιτεία να ενδιαφέρεται γι' αυτά. Πολύ εύκολα φεύγει κανείς από την αισιοδοξία της Οικονόμου και ξαναγυρνά στη μίζερη εποχή που περιγράφει μέσα από τα άρθρα της η Σκαλτσά. Κι εξάλλου αυξάνουν οι δημοσιεύσεις που αναφέρονται σε κλειστούς αρχαιολογικούς χώρους ελλείψει προσωπικού.

Και διαβάζοντας όλα αυτά ο νους μου πάει στις βιβλιοθήκες, τι ήταν αυτό που τόσο βίαια τις οδήγησε πάλι πίσω στον περασμένο αιώνα;  Οι κινητές βιβλιοθήκες σκούριασαν, τα έργα ψηφιοποίησης σταμάτησαν, οι εκπαιδευτικές δράσεις γίνονται από εθελοντές δίχως πρόγραμμα και σχέδιο. Εχάθει ο εκσυγχρονισμός εν μία νυκτί ή ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός εκσυγχρονισμός; 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Οι αυλοί του βασιλιά που χάλασαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών


Ας μιλήσουμε λίγο για μουσική. Πραγματική μουσική. Όμορφα όργανα, ξύλινα, μεταλλικά, μεγάλα, μικρά, όργανα ορχήστρας. Εγώ από μουσική δεν ξέρω πολλά, κατάγομαι από οικογένεια που δεν ήταν φιλόμουση, αλλά επέλεξα να σπουδάσω στην Κέρκυρα, στο νησί που αγαπά τη μουσική, και να μπλέξω με τους μουσικούς φοιτητές του. Έμπλεξα πολύ. Σιγά σιγά, ακούγοντας ακούγοντας, κάτι μαθαίνεις. Εξάλλου ανέκαθεν εκτιμούσα ιδιαίτερα και τις εννέα μούσες. Στην Κέρκυρα έμαθα να ακούω συναυλίες, καθώς όλοι οι φοιτητές του μουσικού τμήματος υποχρεωτικά θα κάνουν κάποια στιγμή μία συναυλία. Καμία μουσική δεν συγκρίνεται με αυτή τη μουσική που ακούς με όλες τις αισθήσεις σε μια ζωντανή συναυλία. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή.  Κι από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να επιδιώκω να ακούω αληθινή μουσική. Ειδικά όταν βρίσκομαι στην μεγάλη πόλη μου, στην Αθήνα που συγκεντρώνει όλα τα καλά (κι όλα τα κακά βέβαια). Αφού ζούμε στην Ελλάδα, μιλώντας για μουσική (ή για ό,τι άλλο), αναπόφευκτα μιλάς και για την ελληνική πραγματικότητα που δεν ξεχνά να σε ντροπιάζει, δυστυχώς.

Απόγευμα Παρασκευής, φτάνω στην πρωτεύουσα και κατευθύνομαι με το μετρό στο Μέγαρο Μουσικής που βρίσκεται στον πιο ευρωπαϊκό δρόμο των Αθηνών, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ένα αρκετά εντυπωσιακό κτίριο που δημιουργήθηκε στις αρχές τις τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα για να στεγάζει τους ήχους όλου του κόσμου. Τη μέρα εκείνη στη μεγάλη αίθουσα, χωρητικότητας 1.900 και πλέον ατόμων, μπορούσες να ακούσεις τους αυλούς του βασιλιά κι όταν μιλάμε για τους αυλούς του βασιλιά μιλάμε για το εντυπωσιακό εκκλησιαστικό όργανο, μαζί με την Κρατική Ορχήστρα των Αθηνών που πραγματοποιούταν σε συνεργασία με τη Γαλλική Πρεσβεία της Αθήνας και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος. Διηύθυνε ο μαέστρος Μιχάλης Οικονόμου, ενώ στο όργανο ήταν ο Γάλλος προσκεκλημένος Thierry Escaich. Η αίθουσα γέμισε (κυριολεκτικά) και η συναυλία ξεκίνησε.

Το πρώτο μέρος περιλάμβανε τη Φαντασία και φούγκα σε σι ελάσσονα, BWV 544 (μεταγραφή για ορχήστρα: Δημήτρης Μητρόπουλος) του Johann Sebastian Bach, το Κοντσέρτο για εκκλησιαστικό όργανο, τύμπανο και έχγορδα, σε σολ ελάσσονα του Francis Poulenc και στο δεύτερο μέρος θα ακούγαμε τη Συμφωνία αρ.3 σε ντο ελάσσονα, έργο 78, του «εκκλησιαστικού οργάνου» του  Camille Saint-Saëns. Το πρώτο μέρος κίνησε καλά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών να μας δείχνει τις αδυναμίες της, την καλοσχεδιασμένη αίθουσα του Μεγάρου την καλή ακουστική της και το εκκλησιαστικό όργανο τους ιδιαίτερους ήχους του.

Μετά το διάλειμμα κι ενώ όλοι είχαμε επιστρέψει στις θέσεις μας, το εντυπωσιακό εκκλησιαστικό όργανο του μεγάρου με τους 6.080 αυλούς του αποφάσισε να χαλάσει αφήνοντας τον Γάλλο προσκεκλημένο χωρίς όργανο.  Μας ζητήσαν συγγνώμη για την καθυστέρηση και μας ενημέρωσαν ότι προσπαθούν να το διορθώσουν. Όμως, αμέσως μπήκε ο μαέστρος Οικονόμου που ξεκίνησε να διευθύνει ανενόχλητος την ορχήστρα ενώ από πίσω ο Τ. Escaich πάσχιζε να φτιάξει το εντυπωσιακό αλλά χαλασμένο όργανο. Άκαρπες οι προσπάθειες του που μύριζαν αγωνία την ώρα που η ορχήστρα συνέχιζε αυτό που είχε μελετήσει και προβάρει. Ντροπιασμένος και με μεγάλη αμηχανία, κατέβηκε από το θρόνο του, γιατί αυτός ήταν ο βασιλιάς των αυλών, αποφασισμένος όχι να φύγει (όπως θα έπρεπε να κάνει εδώ που τα λέμε) αλλά να κατευθυνθεί προς στο πιάνο να ακουστεί ένα κάτι εκεί που θα έπρεπε οι ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου να ηχήσουν σε όλη την αίθουσα. Βέβαια, το πιάνο ήταν κατειλημμένο από δύο πιανίστες καθώς ήταν κι αυτό μέρος της ορχήστρας. Όμως σηκώθηκαν, άνοιξαν την ουρά, για να παίξει ο οργανίστας, να υπάρξει στο κενό της ορχήστρας ένας ήχος, μια απάντηση. Όσο έπαιζε, αυτοί περίμεναν παράμερα κι όταν τελείωσε ξανακάθισαν κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι το "εντυπωσιακό" φινάλε που ο οργανίστας προσπαθούσε να κάνει το πιάνο να ακουστεί δίπλα σε μια ορχήστρα που την διηύθυναν σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Ντροπιασμένος ο Γάλλος σπουδαίος μουσικός δεν υποκλίθηκε ποτέ λες κι ήταν δική του ευθύνη που ήρθε να δώσει μουσική σε μια ασυντήρητη, εγκαταλελειμμένη χώρα της βιτρίνας.
 
Η συμφωνία που όλοι εμείς δεν ακούσαμε, αλλά δεν έγινε και τίποτα, δεν πέθανε και κανείς, το όργανο του Μεγάρου χάλασε, όπως αφοπλιστικά μας είπε ο μαέστρος με το πέρας της συναυλίας: