Τόσα χρόνια πάνε έρχονται, έχουν ταξιδέψει πολύ, έχουν βρεθεί σε διάφορες χώρες με διάφορους ανθρώπους μέχρι να φτάσουν σε ένα μέρος και να παραμείνουν, κανείς δεν ξέρει πόσο, μπορεί για πάνω από έναν αιώνα, μπορεί και για λιγότερο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι από αλλού ξεκίνησαν και αλλού κατέληξαν.
Μπήκαν σε καράβια, σε τρένα, σε βαλίτσες, σε κούτες, σε σπίτια.
Βρέθηκαν σε μια βιβλιοθήκη.
Αλλάξαν ράφια πολλά, από ψηλά πήγαν χαμηλά και μετά πάλι ψηλά. Μετακινούνται συνεχώς ή μένουν για χρόνια στο ίδιο σημείο και σκονίζονται. Πάντα σκονίζονται. Ο χρόνος που περνά από πάνω τους τα γεμίζει σκόνη, χώνεται ανάμεσα στις σελίδες, κολλάει πάνω τους σαν βδέλλα. Έντομα τα περπατούν, φωλιάζουν μέσα τους ή τα μασουλάνε και φεύγουν χορτασμένα, αφήνοντάς τα γεμάτα τρύπες. Άνθρωποι τα κοιτούν με θαυμασμό, αδιαφορία ή ακόμη και με αηδία. Κάποιοι τα ξεφυλλίζουν, άλλοι με προσοχή, άλλοι ψάχνοντας, άλλοι μαθαίνοντας, άλλοι χαζεύοντας, άλλοι χωρίς κανένα λόγο. Τόσα χρόνια τόσοι άνθρωποί τα έχουν αγγίξει, κάποιοι άφησαν τα ίχνη τους. Σημείωσαν πάνω τους, τα έντυσαν με ωραίες ενδυμασίες, τα έδεσαν μαζί με άλλα, κόλλησαν exlibris, τα σφράγισαν ή φύλαξαν ανάμεσα στις σελίδες τους ένα λουλούδι.
Τα θεώρησαν δικά τους και τα έκαναν κτήμα τους αλλά αυτά δεν ανήκουν κανενός ή ανήκουν σε όλους.
Τόσα χρόνια, τόσοι κίνδυνοι, με μεγαλύτερο την ανθρώπινη βλακεία, κι αυτά ακόμη επιβιώνουν.