Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Διαβάζοντας Σεφέρη


Τις τελευταίες μέρες του έτους τούτου αποφάσισα να τις αφιερώσω διαβάζοντας Σεφέρη.
Είναι γιατί συνειδητοποίησα ότι ένας χρόνος πέρασε χωρίς να διαβάσω τίποτα το σπουδαίο (η βιβλιολίστα μου είναι έτοιμη και περιμένει να αναρτηθεί προσεχώς).
Κάποτε είχα δει σε ένα όνειρο να με ρωτούν ποιος είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας λογοτέχνης κι εγώ χωρίς καθόλου σκέψη, σχεδόν αυθόρμητα, απάντησα τον Σεφέρη. Βγαίνοντας από το όνειρο απόρησα γιατί χωρίς να τον έχω διαβάσει απάντησα δίχως καμία αμφιβολία το όνομά του. Την επόμενη μέρα πήγα στην ομορφότερη δημόσια βιβλιοθήκη που έχω επισκεφθεί, στο νησί των φοιτητικών μου χρόνων, την Κέρκυρα, και έψαχνα να βρω τι από Σεφέρη θα πάρω να διαβάσω. Κέρδισαν οι Μέρες, αδυνατώ όμως να θυμηθώ ποιος τόμος. Πρόκειται για εφτά τόμους, σαν ημερολόγιο, σαν τετράδια με λογοτεχνικές ασκήσεις, σαν αυτοβιογραφία, γεμάτους με τις σκέψεις του τοποθετημένες σε χρονολογική σειρά. Απόλαυσα τη γραφή του, σε κάθε λέξη ανατριχιάζοντας, συμφώνησα με την ονειρική μου άποψη. Έναν τόμο μονάχα διάβασα, υποσχόμενη ότι θα τους αγοράσω όλους γιατί αυτά τα βιβλία δεν είναι να τα έχεις δανεικά. Πρέπει να είναι δικά σου, να τα υπογραμμίζεις, να σημειώνεις, να ανατρέχεις σε αυτά όποτε το μυαλό θελήσει. Πέρασαν όμως τα χρόνια και την υπόσχεση δεν την κράτησα, κανέναν από τους τόμους δεν αγόρασα, κανέναν από τους τόμους τους υπόλοιπους δεν διάβασα. Κι όμως πρέπει να διαβάσουμε τον Σεφέρη για να θυμηθούμε ότι αυτός ο τόπος δημιουργεί ποίηση. Κι ας είναι να έχουμε διαβάσει μόνο μία ποιητική του συλλογή με τον γενικό τίτλο Μυθιστόρημα.
Μπαίνοντας στη δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης που ζω τώρα και κάνοντας αυτές τις σκέψεις οδηγήθηκα στα έργα του Σεφέρη αναζητώντας τις Μέρες. Πήρα τους δύο πρώτους τόμους και ξεκίνησα ένα ταξίδι στη ζωή του νομπελίστα ποιητή μας. Τη Δευτέρα θα πάω να πάρω τους επόμενους δύο. Κάπως έτσι θα με βρει το τέλος του έτους και η αρχή του επόμενου. Απολαμβάνοντας τις λέξεις του μεγάλου αυτού ανθρώπου και προσμένοντας να πιάσω στα χέρια μου τις λέξεις του επόμενου μεγάλου καλλιτέχνη που θα συναντήσω στα ράφια κάποιας βιβλιοθήκης.

Σε όλους εσάς εύχομαι αυτές τις ημέρες τις γιορτινές να τις περνάτε απολαμβάνοντας ό,τι σας ευχαριστεί περισσότερο.
Χρόνια πολλά, μόνο καλά, πάντα δημιουργικά. 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ταξίδι στις Βρυξέλλες


Και όταν λέμε ταξίδι εννοούμε βόλτες σε νέους δρόμους ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους που μιλούν μια άλλη γλώσσα και έχουν διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Εννοούμε συνάντηση με ξενιτεμένους φίλους που όλο και πληθαίνουν. Εννοούμε ακόμη βόλτα στους χώρους τέχνης και πολιτισμού που είναι τα μουσεία και, ένεκα του επαγγέλματος, οι βιβλιοθήκες. Τώρα αν αυτοί οι χώροι είναι κλειστοί λόγω μιας αόρατης απειλής, ατύχησες, αλλά τι να κάνεις που δεν μπορείς να τα προβλέπεις όλα όταν οργανώνεις ένα ταξίδι.
Υπάρχουν βέβαια και τα βιβλιοπωλεία, γιατί η όποια λόξα ταξιδεύει μαζί με εσένα.
Το Cook & Book είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλιοπωλείο που επισκέφτηκα στο σύντομο ταξίδι αναψυχής στην πρωτεύουσα του Βελγίου. Βρίσκεται, δικαίως, στα είκοσι πιο όμορφα βιβλιοπωλεία του κόσμου που παρουσιάζονται εδώ, ανάμεσά τους και ένα ελληνικό, το Ατλαντίς της Σαντορίνης που κάποια στιγμή θα ήθελα να επισκεφτώ.
Το όνομά του παραπέμπει σε βιβλιοπωλείο που εξειδικεύεται σε βιβλία μαγειρικής, όμως είναι ένας πανέμορφος χώρος με ιδιαίτερη εσωτερική αρχιτεκτονική και διακόσμηση που συνδυάζει το καλό φαγητό και το βιβλίο. Ξενίζει λίγο το φαγητό μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο αλλά άμα το καλοσκεφτείς δεν είναι και τόσο άσχημο να δοκιμάζεις ωραία φαγητά και παράλληλα να ενημερώνεσαι για τις νέες εκδόσεις. Εξάλλου τα μαγειρεία βρίσκονται σε απόσταση από τα βιβλία και χρησιμοποιούν υπερσύγχρονους εξαερισμούς χωρίς να ενοχλούν το άρωμα των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων.   
Αποτελείται από δύο χωριστά κτήρια και από εννέα δωμάτια, κάθε δωμάτιο έχει διαφορετική θεματολογία βιβλίων και διαφορετική διακόσμηση. Ένα δωμάτιο συγκεντρώνει βιβλία στα αγγλικά με την ανάλογη διακόσμηση, έπιπλα βικτωριανής εποχής, φωτιστικά στα χρώματα της αγγλικής σημαίας. Ήταν το πιο ήσυχο και απόμερο δωμάτιο που επιλέξαμε να γεμίσουμε με τη φασαρία της δικής μας άγνωστης γλώσσας πίνοντας καφέ και όχι δοκιμάζοντας τα φαγητά, δυστυχώς.
Cook & Book λοιπόν, το ιδιαίτερο βιβλιοπωλείο που γνώρισα στις Βρυξέλλες την περίοδο που λόγω του τρομοκρατικού χτυπήματος στο Παρίσι ήταν όλα κλειστά και ο στρατός παραφύλαγε σε κάθε γωνιά της πόλης.







  

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Μποέμικη ζωή: ταινία + βιβλίο


Οι Γάλλοι έχουν χιούμορ. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Γάλλους βέβαια, δεν θα μπορούσα να ήξερα άλλωστε. Αναφέρομαι στον κινηματογράφο τους, καθώς αν θελήσει κάποιος να του πω μια ταινία που μ' έκανε και γέλασα δεν θα σκεφτώ καμία ελληνική, καμία αγγλική και σε καμία μα καμία περίπτωση αμερικάνικη. Θα σκεφτώ κάποιες γαλλικές, όπως για παράδειγμα το "Δείπνο ηλιθίων" (1998) ή του Κώστα Γαβρά (Έλληνας βέβαια αλλά οι ταινίες του είναι γαλλικές) "Το τσεκούρι" (2005). Θα σκεφτώ επίσης και τη γαλλο-φιλανδική "Μποέμικη ζωή" (1992) του Καουρισμάκι. Άκρως απολαυστική ταινία, ιδανική να δει κάποιος στη φοιτητική του ζωή (ειδικά αν πρόκειται για αιώνιο φοιτητή) γιατί σε εκείνη την ηλικία θα κατανοήσει και θα συμπονέσει τους πρωταγωνιστές. 


Δεν γνώριζα ότι αυτή η εξαιρετική ταινία στηρίζεται στο βιβλίο "Σκηνές μποέμικης ζωής" του Γάλλου συγγραφέα Henry Marger (1822-1861), ούτε από την ομοιότητα των τίτλων δεν το είχα συνδέσει, αλλά το κατάλαβα με το που ξεκίνησα την ανάγνωση των πρώτων σελίδων του βιβλίου κι ας έχουν περάσει χρόνια από τότε που είδα την ταινία. Η ιστορία του βιβλίου και της ταινίας στηρίζεται σε μεγάλο μέρος της στη ζωή του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος καταγόταν από φτωχή οικογένεια, έμεινε για ένα διάστημα της ζωής του στο δρόμο και για να βιοποριστεί έκανε πλήθος εργασιών. Χάρις όμως στη μόρφωση που είχε, την οποία απέκτησε λόγω της κλήσης του στα γράμματα και λόγω της θέλησης της μητέρας του, ασχολήθηκε πολύ με το γράψιμο, γι' αυτό και οι εργασίες που αναλάμβανε είχαν σαν κύριο λόγο την σύνταξη κειμένων. Παράλληλα, είχε έφεση στις τέχνες γι' αυτό κι όλα τα χρήματα που του απέφεραν οι διάφορες εργασίες πήγαιναν στην αγορά βιβλίων, στην παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων αλλά και στα εστιατόρια και στα καφενεία. Κατά τη διάρκεια του φτωχού αλλά άκρως καλλιτεχνικού βίου του, γνώρισε και συμπορεύτηκε με πολλούς άτυχους και άσημους καλλιτέχνες, άγνωστους δημοσιογράφους, αιώνιους φοιτητές, όλοι τους λάτρευαν τις τέχνες και ανυπομονόσουν να ξοδέψουν τα όποια λεφτά έπιαναν στα χέρια τους κερνώντας ο ένας τον άλλον αλκοόλ και φαγητό καθώς συζητούσαν για μουσική, για ποίηση αλλά και για τον έρωτα.

Αυτή τη μποέμικη ζωή του περιγράφει στο βιβλίο του που ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά δυσάρεστη καθώς έζησε στην ανέχεια (και για τον λόγο αυτόν πέθανε μόλις 39 χρονών) είναι γραμμένη με κωμικό τρόπο και έτσι το γέλιο και η ειρωνεία καλύπτουν την όποια δύσκολη και στενάχωρη στιγμή. Αυτό το κωμικοειρωνικό ύφος του βιβλίου απέδωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Καουρισμάκι στην ταινία του. Μετά από ενάμιση σχεδόν αιώνα που ο Μυρζέ έγραψε αυτό το βιβλίο αφηγούμενος τη μποέμικη ζωή του  ο Καουρισμάκι ανέδειξε την καλλιτεχνική αξία αυτού του συγγραφέα.

Την ταινία την απόλαυσα πολύ αλλά μέσα από το βιβλίο ο συγγραφέας μου αυτοσυστήθηκε και μου γνωστοποίησε ένα κομμάτι της γαλλικής μποέμικης ζωής του 19ού αιώνα που λίγο πολύ όλοι οι καλλιτέχνες της περιόδου έζησαν.

"Οι μποέμ είναι ασκούμενοι καλλιτέχνες. Το να 'σαι μποέμ είναι το πρώτο βήμα για την Ακαδημία, το νοσοκομείο ή το νεκροτομείο"

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Οι ιστορίες μέσα και πίσω από τον Μόμπι Ντικ, το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ


Το Ναντάκετ είναι ένα μικρό νησί της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, κρέμεται 24 μίλια έξω από την απόληξη του ακρωτηρίου Κοντ, και βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Σήμερα στηρίζει την τουριστική του ανάπτυξη σε αυτό που υπήρξε επί δυο αιώνες, τον 18ο και 19ο: η φαλαιονοθηρική πρωτεύουσα του κόσμου, κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου λαδιού όταν το λάδι «έπαιρνε» συστηματικά ο άνθρωπος εκείνης της πλευράς της γης, από φάλαινες. Η κοινωνία του Ναντάκετ είχε στο επίκεντρό της, οικονομικά και αξιακά, την επιχείρηση του θαλάσσιου κυνηγιού. Πολλοί ναυτικοί που έλειπαν έως και δυο χρόνια από τα σπίτια τους καθώς οι πληθυσμοί των φαλαινών εξαφανίζονταν από τις κοντινές τους θάλασσες εξαιτίας της ανθρώπινης καταδίωξης, άφησαν γραπτά κατάλοιπα για τις εμπειρίες τους, την ζωή εν πλω, τις καιρικές συνθήκες, τις δυσκολίες και σκληρότητες μέσα στο πλοίο, τις σχέσεις του πληρώματος και την άσκηση διοίκησης, τον τρόπο κυνηγού, επεξεργασίας (κομμάτιασμα) και φύλαξης σε βαρέλια του προϊόντος των θηραμάτων, εικόνες από το ταξίδι και τα συναισθήματά τους απέναντι στις ομορφιές της φύσης και τους φόβους απέναντι στο άγνωστο. Γραπτά απομνημονεύματα άφησαν και επιζώντες από το ναυάγιο του Έσσεξ που ξεκίνησε το ετήσιο ταξίδι του 1819, ναυάγησε 15 μήνες αργότερα στα νερά του Νότιου Ειρηνικού. Οι είκοσι άνδρες στριμώχτηκαν σε τρεις βάρκες, περιπλανήθηκαν επί τρεις μήνες και επέζησαν τελικά οκτώ, έχοντας κάνει επιλογές λανθασμένες ως προς τις ναυσιπλοϊκές εκτιμήσεις τους και την πορεία τους και υπερβατικές ως προς τις επιβιωτικές συμπεριφορές τους (ανθρωποφαγία).

Το ναυάγιο του φαλαινοθηρικού Έσσεξ ήταν γνωστό στην εποχή του, ένα πλέγμα αφηγήσεων βασισμένων στις διηγήσεις επιζώντων –που διαφοροποιούνται και μεταξύ τους ανάλογα με την θέση του καθενός-, τους μύθους που διαμορφώθηκαν με τις παραμορφωτικές διαθλάσεις που φέρνει το πέρασμα του χρόνου και οι ασυνέχειες της μνήμης, εκείνα που έγραψαν οι εφημερίδες, εκείνα που εννοούνταν γιατί ήταν αυτονόητα ή δεν ήταν δυνατόν να γραφτούν. Αυτό το περιστατικό έδωσε τροφή στην έμπνευση συγγραφέων όπως ο Έμερσον και ο Έντγαρ Άλαν Πόε και στάθηκε η αφετηρία του Χέρμαν Μέλβιλ για το μυθιστόρημά του Μόμπι Ντικ, που με δυσκολία διαβάστηκε στην εποχή του αλλά σήμερα τοποθετείται στα καταστατικά λογοτεχνικά κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας και διδάσκεται σε όλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η κριτική ερμηνεία έχει αφαιρέσει τα πραγματικά συμβάντα και τοποθετεί το μυθιστόρημα στην σφαίρα της αλληγορίας, της αναμέτρησης του ανθρώπου με την Φύση.

Τις σιωπές της ιστορίας του περιστατικού, της περιπλάνησης, και τον εντοπισμό της συνέχειας των επιζώντων, τι απέγιναν, πώς και με ποιον τρόπο έζησαν μετά, αναζήτησε, εντόπισε, συναρμολόγησε ο ερευνητής Ναθάνιελ Φίλμπρικ, διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Μελετών Ιγκαν και ξετυλίγει στο βιβλίο του με τίτλο Στην καρδιά της θάλασσας (εκδόσεις Ωκεανίδα, α΄ έκδοση, 2002, σ. 367, σειρά: η περιπέτεια του ανθρώπου).

Η επιθετική φάλαινα Μόμπι Ντικ με την σειρά του έχει προκαλέσει κατά καιρούς το ενδιαφέρον πολλών σκηνοθετών. Η Καρδιά της θάλασσας, η ιστορία-πηγή έμπνευσης, έγινε με την σειρά της κινηματογραφική ταινία που θα φθάσει στις ελληνικές αίθουσες προβολής τον καινούργιο χρόνο, δίνοντάς μας χρόνο να διαβάσουμε το βιβλίο που σίγουρα θα δίνει περισσότερες λεπτομέρειες και χρόνο επαφής με τον τόπο και τις συνήθειές του.

Κλείνοντας, έχω τον πειρασμό να μπω σε έναν παραλληλισμό, τι γινόταν στα δικά μας τα μέρη ενώ η φαλαινοθηρική ναυτιλία άνθιζε στον Ειρηνικό Ωκεανό.  Το 1819 όταν απέπλευσε το Έσσεξ, σύμφωνα με σύγχρονες αποτιμήσεις υπολογίζεται ότι 20 ελληνόκτητα πλοία είχαν φτάσει στην Μάλτα, 112 στο Λιβόρνο, 34 στην Ανκόνα, 11 στην Βενετία, 29 στην Τεργέστη, 91 στο Λιβόρνο, 10 στην Γένοβα, 15 στην Νάπολη, και 7 στην Μεσίνα. Κύριο προϊόν μεταφοράς ήταν τα σιτηρά τα οποία φορτώνονταν σε λιμάνια που εκτείνονταν από την Αδριατική Θάλασσα και έφταναν στην Μαύρη Θάλασσα και τον Ατλαντικό, περιλαμβάνοντας τα Ιόνια και όλο το Αιγαίο Πέλαγος (Ναυτιλία των Ελλήνων 1700-1821: ο αιώνας της ακμής πριν από ην Επανάσταση, επιμ. Τζ. Χαρλαύτη, Κ. Παπακωνσταντίνου, Κέδρος, 2013). Όταν το Έσσεξ βυθίστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1820, η Φιλική Εταιρεία βρισκόταν σε βαθμό υψηλής εγρήγορσης, όσο το πλήρωμα αγωνιζόταν στις βάρκες λιμοκτονώντας, έγινε η διάσκεψη της Βοστίτσας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διάβηκε τον Προύθο ποταμό, η Πύλη κήρυξε αποστάτη τον Αλή πασά και οι Έλληνες άρχιζαν τον Αγώνα.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Οι ανύπαρκτες σχολικές βιβλιοθήκες

Ο Γιώργος Δαρδανός των εκδόσεων Gutenberg εκτός από εξαιρετικός εκδότης αποδεικνύει έμπρακτα πως στηρίζει το δικαίωμα όλων στην ανάγνωση και δεν είναι απλά άλλος ένας έμπορας ή επιχειρηματίας. Είναι ένας βιβλιόφιλος, που τον ενδιαφέρουν η εκπαίδευση, οι βιβλιοθήκες, η αναγνωστική πολιτική αυτού του τόπου. Τα βιβλία του "Οι παπαγάλοι δεν διαβάζουν βιβλία" και "Όταν η γάτα γλείφει τη λίμα" είχαν συντροφεύσει τα φοιτητικά μου χρόνια και είχαν δώσει τροφή για σκέψη και εκπόνηση προπτυχιακών εργασιών. Τότε βέβαια δεν είχα ιδέα για όσα συνέβαιναν ή είχα μια πιο ρομαντική ιδέα για τον εκτός ακαδημαϊκού χώρου κόσμο. Με θλίβει που ακόμη ο ακαδημαϊκός χώρος και οι άνθρωποί του επιμένουν στη θεωρία, στην έρευνα και στην επιστήμη και αγνοούν την πραγματικότητα σαν το ένα να μην συνδέεται με το άλλο. Ποια είναι η πραγματική κατάσταση στο χώρο των βιβλιοθηκών και των αρχείων της Ελλάδας; ποιες οι ελλείψεις; ποιες οι αδυναμίες; ποια τα εργασιακά δικαιώματα των αποφοίτων των σχολών Βιβλιοθηκονομίας;
Ποιος ακαδημαϊκός ασχολείται με αυτά τα ασήμαντα;

Ο Γιώργος Δαρδανός, ένας εκδότης, είναι αυτός που τόλμησε να μιλήσει για την κατάσταση των σχολικών βιβλιοθηκών και την αναμφισβήτητη αναγκαιότητά τους στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κι ακόμη και σήμερα, που παρ' όλη την παρανοϊκή κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό δημόσιο και την αποδυνάμωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος (και όχι μόνο), συνεχίζει να αναρωτιέται τι να απέγιναν άραγε εκείνες οι 774 σχολικές βιβλιοθήκες που δημιουργήθηκαν σε ισόποσα γυμνάσια αυτής της χώρας. Τι να απέγιναν τα 6.000 βιβλία με τα οποία εμπλουτίστηκαν οι πρώτες σχολικές βιβλιοθήκες; Τι να απέγιναν άραγε εκείνα τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από ευρωπαϊκά κονδύλια για τη δημιουργία και την περαιτέρω ενίσχυση σχολικών βιβλιοθηκών (και να ήταν μόνο αυτά που κανείς δεν ξέρει σε ποιανού τσέπη μπήκαν).

Το νεοκδοθέν βιβλίο του "Σχηματική σκέψη" συγκεντρώνει κείμενα που αναφέρονται στις ανύπαρκτες σχολικές βιβλιοθήκες ενώ συνοδεύεται από ένα cd που φέρει τον εύστοχο τίτλο "6.001 φυλακισμένοι τίτλοι βιβλίων στις σχολικές βιβλιοθήκες, κατάλογος". Το cd περιέχει τον κατάλογο με τους τίτλους που μετά από τη σύσταση ειδικών επιτροπών (και μεγάλου καβγά, φαντάζομαι, ώστε να ικανοποιηθούν εκδότες και συγγραφείς) επιλέχθηκαν για να γεμίσουν τα ράφια και τους τοίχους των πρώτων σχολικών βιβλιοθηκών που κουτσοδημιουργήθηκαν επί Γεράσιμου Αρσένη.
6.000 βιβλία που κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν. Σε μια χώρα χωρίς καμία οργάνωση, πρόβλεψη και στόχο, φαντάζει αστείο να ξέρει κάποιος που να κατέχει μια θέση ευθύνης που να βρίσκονται κάποια βιβλία. Σε αυτόν τον τόπο κανείς δεν ξέρει τίποτα και το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν κάνει τίποτα.

Ρωτήστε τους μόνιμους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που τα τελευταία χρόνια ταξιδεύουν από άκρη σε άκρη την χώρα αυτή, γεμίζοντας τα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών (κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό) που δημιουργήθηκαν με το μη διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών τα τελευταία έξι χρόνια. Αυτοί έχουν περάσει από τόσα σχολεία που σίγουρα θα έχουν συναντήσει αυτά τα φυλακισμένα βιβλία, αν βέβαια έχουν κάποια ευαισθησία για τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες.
Μη ρωτήσετε βιβλιοθηκονόμους γιατί ποτέ δεν είδαν αυτές τις βιβλιοθήκες και ό,τι έμαθαν γι' αυτές το έμαθαν ρωτώντας. Οι βιβλιοθήκες αυτές δημιουργήθηκαν για να τις λειτουργούν εκπαιδευτικοί και όταν κάποιοι συνάδελφοι κινήθηκαν νομικά ο δικηγόρος δεν ανέλαβε τη σίγουρα χαμένη υπόθεση καθώς το Υπουργείο Παιδείας έχει το δικαίωμα να μετακινεί το προσωπικό στο εσωτερικό του. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις δημόσιες βιβλιοθήκες και με την εθνική βιβλιοθήκη αλλά και με τα γενικά αρχεία του κράτους που κάθε χρόνο εκατοντάδες εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων αποσπούνται για βρεθούν εκτός αιθουσών διδασκαλίας σε έναν χώρο που δεν έχει καμία συνάφεια με τις σπουδές τους κάνοντας εργασίες άσχετες με τα προσόντα τους. Μήπως τότε πρέπει να αναλογιστούν όσοι παίρνουν τις αποφάσεις αν οι βιβλιοθήκες (και δεν αναφέρομαι στις ανύπαρκτες σχολικές) και τα αρχεία πρέπει να εντάσσονται στο Υπουργείο Παιδείας ή μήπως το Υπουργείο Πολιτισμού θα έπρεπε να είναι αρμόδιο;

Όλα αυτά τα θέματα κι άλλα πολλά με στοιχεία και αριθμούς αναφέρονται σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι που ελπίζω να διαβαστεί και να συζητηθεί από πολλούς γιατί όλοι μαζί ίσως καταφέρουμε κάτι. Το κυριότερο να κατανοήσουν αυτοί που δεν ξέρουν πόσο σημαντικές είναι οι σωστά οργανωμένες βιβλιοθήκες.

Υ.Γ. Δεν θα είχα ενημερωθεί γι' αυτό το βιβλίο αν δεν είχα ακούσει την άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Γιώργου Δαρδανού στη ραδιοφωνική εκπομπή της Κατερίνας Μαλακατέ. 

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Γραφή Ανάγνωση Ζωή

Ο Μαραμπού διάβασε ένα πολύ αγαπημένο βιβλίο που είχε γράψει γι' αυτό η Έλλη στο προηγούμενο μπλογκ της, αφιερωμένο μόνο για βιβλιοβιβλία, 51 αγαπημένα βιβλία που μιλούν για συγγραφή και ανάγνωση. Ήταν μια καλή αφορμή να μπω σε αυτόν το ξεχασμένο χώρο και να θυμηθώ τα παλιά μας.
Να τι γράφει ο Μαραμπού γι' αυτό το μικρό σε όγκο μεγάλο σε περιεχόμενο βιβλίο:

Κρίνοντας από τον τίτλο, “Η τέχνη της γραφής”, ομολογώ ότι περίμενα κάτι διαφορετικό. Ένα εγχειρίδιο συγγραφής σεμιναριακού επιπέδου, με πρακτικές ασκήσεις αγελοποίησης για τους εκκολαπτόμενους συγγραφείς και διδακτικές συμβουλές για αποξηραμένες φαντασίες. Ύστερα θυμήθηκα ότι τέτοια βιβλία συνήθως φέρουν τίτλους ανάλογους του επιπέδου του καθηγητή/συγγραφέα τους, του τύπου “Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα σε 10 πρακτικά βήματα” και εδώ που τα λέμε καλά κάνουν για να τα ξεχωρίζουμε και να μην τα αγοράζουμε!
Κρίνοντας από τον συγγραφέα όμως, αμέσως κατάλαβα ότι οι συμβουλές συγγραφής δεν θα μπορούσαν να μην κρύβουν μέσα τους συμβουλές ανάγνωσης και εκείνες με την σειρά τους να μην κρύβουν συμβουλές ζωής. Γραφή/ανάγνωση/ζωή αποτελούν μια σχέση αξεδιάλυτη και συνάμα τόσο ελκυστική. Ένας καλός συγγραφέας παρατηρεί τη δική του ζωή, διαβάζει πολλές άλλες, και γράφει για μια νέα! Οι συμβουλές του λοιπόν, δε θα μπορούσαν να αφορούν μόνο έναν “γραφιά” άλλα οποιονδήποτε από μας, αδιάφορο αν γράφουμε, διαβάζουμε μόνο, ή απλώς παρατηρούμε.
Το βιβλίο σταχυολογεί μερικά αποσπάσματα από την αλληλογραφία του Άντον Τσέχοφ με νέους συγγραφείς, που αν και εκ πρώτης όψεως δείχνουν να ενδιαφέρουν μόνο όσους ενδιαφέρονται για την γραφή, πολύ γρήγορα διαποτίζονται από την αστείρευτη καλοσύνη του συγγραφέα τους και παρηγορούν με την αλήθεια τους. Από τεχνικής απόψεως, τα αποσπάσματα (ακόμα και τα πιο μικρά) μοιάζουν, κατά διαβολικό τρόπο, με υποδείγματα διηγημάτων! Ας παραθέσω μερικά από τα πιο σύντομα:
“Θεέ μου, κάνε να μη μιλάω και να μη συζητώ γι' αυτά που δεν γνωρίζω και δεν καταλαβαίνω”.

“Πολιτική, θρησκευτική ή φιλοσοφική κοσμοθεωρία δεν έχω ακόμα. Αλλάζω κάθε μήνα, γι' αυτό θα πρέπει να περιοριστώ μόνο στις περιγραφές – πώς οι ήρωές μου αγαπούν, πώς παντρεύονται, γεννούν, πεθαίνουν και μιλούν”.

“Δεν είναι ανάγκη να επιδιώκεις αφθονία προσώπων στο έργο σου. Στο επίκεντρο πρέπει να είναι δύο: αυτός και αυτή...”

“Τα περιττά ονόματα το μόνο που κάνουν είναι να βαραίνουν το κείμενο”.

“Η συμβουλή μου: Σ' ένα έργο προσπάθησε να έχεις πρωτοτυπία και να είσαι όσο το δυνατό πιο έξυπνος, αλλά μη φοβάσαι να φαίνεσαι κουτός. Η σκέψη σου να είναι ελεύθερη, και ικανός γι' αυτό είναι μόνο εκείνος ο οποίος δε φοβάται να γράφει κουταμάρες”.

Η έκδοση του Πατάκη είναι κομψότατη. Το βιβλίο έχει ένα σχεδόν τετράγωνο σχήμα (για να συμβαδίζει με την τετράγωνη λογική του συγγραφέα!) και ένα γυαλιστερό εξώφυλλο με μια τεχνική εκτύπωσης τέτοια που αναλόγως την γωνία θέασης σού προσφέρει ενδιαφέροντες οπτικούς πειραματισμούς. Η πλούσια εισαγωγή και η ανθολόγηση ανήκει στον Piero Brunello και η μετάφραση είναι του Βασίλη Ντινόπουλου. Επισυνάπτονται 22 φωτογραφίες από διάφορα στάδια της ζωής (άρα και της γραφής/ανάγνωσης!) του Άντον Τσέχοφ.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα


Μου αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι ας μην τα διαβάζω συχνά. 
Τα κλασικά αστυνομικά τύπου Σέρλοκ Χολμς που ένας δαιμόνιος ντετέκτιβ προσπαθεί να εξιχνιάσει εγκλήματα, φόνους και ληστείες. Νομίζω ότι η γνωριμία μου με τέτοιου είδους βιβλία ξεκίνησε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής μου διαβάζοντας τις υποθέσεις εξιχνιάσεων μυστηρίων με τίτλο Τα πέντε λαγωνικά. Με χαρά βλέπω ότι κυκλοφορούν ακόμη από τις εκδόσεις Gutenberg. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένα παιδί θα ξεκινούσε να διαβάζει κάποιο από τα βιβλία της σειράς και δεν θα το έφτανε μέχρι το τέλος. Το ίδιο πιστεύω και για κάποιον ενήλικα που ξεκινά να διαβάσει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν μπορεί να διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο και να μην έχεις αγωνία να φτάσεις μέχρι το τέλος. 
Τα τελευταία χρόνια η έκδοση και κατ' επέκταση η ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων έχει γίνει μόδα που ξεκίνησε από τις Σκανδιναβικές χώρες και έφτασε ως εδώ με τις εκατοντάδες μεταφράσεις. Πολύ εκδοτικοί οίκοι πια ειδικεύονται εκδίδοντας κυρίως αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι κάτι σαν ευχή και κατάρα, αν εκδώσεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θα σταματήσεις ποτέ. Θα εκδίδεις μέχρι να γεμίσεις πολλά ράφια βιβλιοπωλείων και σπιτιών. Το ίδιο συμβαίνει και αν ξεκινήσεις να διαβάζεις.

Στην Ελλάδα όμως ακόμη δεν γράφεται καλό αστυνομικό μυθιστόρημα ή τώρα ξεκινούν οι συγγραφείς να καταπιάνονται με υποθέσεις μυστηρίου. Έχουμε όμως δύο εξαιρετικούς συγγραφείς, κατά τη γνώμη μου, σε αυτόν τον τομέα. Ο ένας ήταν ο Γιάννης Μαρής (1916-1979) με τον ήρωα του τον αστυνόμο Μπέκα, που δεν αναγνωρίστηκε όσο ήταν εν ζωή καθώς οι κριτικοί της εποχής θεωρούσαν το συγγραφικό του έργο παραλογοτεχνικό. Πολλά βιβλία του τα διάβασα εξαιτίας εφημερίδας που εξέδιδε τα έργα του κάποια εποχή και τα διέθετε στην κυριακάτικη έκδοση. Ο άλλος είναι ο Κωνσταντινουπολίτης Πέτρος Μάρκαρης που το συγγραφικό του έργο χαίρει μεγάλης εκτίμησης στο εξωτερικό καθώς τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (Γερμανικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ισπανικά) και έχουν σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Ο Κώστας Χαρίτος είναι ο βασικός ήρωας των βιβλίων του. Δεν είχα διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του αλλά ήμουν σίγουρη ότι όποιο και να επιλέξω να διαβάσω θα το απολαύσω. Στη βιβλιοθήκη εντόπισα ένα μικρό βιβλίο με επτά ολιγοσέλιδες ιστορίες και δεν δίστασα να το δανειστώ για να ανακαλύψω επιτέλους τις λέξεις του σπουδαίου Μάρκαρη.
Ξεκίνησα να το διαβάζω και σταμάτησα μόνο όταν τελείωσε. Τι πρωτότυπο! Γι' αυτό δεν αγοράζω αστυνομικά, διαρκούν μόνο μία ανάσα και σχεδόν ποτέ δεν ανατρέχεις ξανά σε αυτά. Το να τα βρεις σε κάποια βιβλιοθήκη και να τα δανειστείς είναι το ιδανικότερο.
Η Αθήνα πρωτεύουσα των Βαλκανίων εκδόθηκε το μακρινό 2004 που η Αθήνα βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο καθώς η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και οι νίκες στον αθλητισμό ήταν το μόνο που απασχολούσε κατοίκους και πολιτικούς. Οι ιστορίες του περιγράφουν ακριβώς το κλίμα εκείνης της εποχής που η Αθήνα ήταν το κέντρο της Ευρώπης αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο η πρωτεύουσα των φτωχών χωρών που απαρτίζουν τα Βαλκάνια. Αυτή η ειρωνεία περιγράφεται σε μορφή μικρών ιστοριών μυστηρίου. 
Με καμία αμφιβολία δεν θα διστάσω να διαβάσω όλο το συγγραφικό έργο.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Το λιμάνι της Καλαμάτας

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα η οποία ενέπνευσε  αρκετούς πίνακές του και πράγματι η ομορφιά αυτού του νησιού μπορεί να εμπνεύσει καλλιτέχνες, κυρίως η φύση και τα παλιά κτίρια. Θυμάμαι ζωγράφους να στήνονται σε διάφορα σημεία της πόλης και να προσπαθούν να απεικονίσουν στον καμβά την ομορφιά που έστεκε μπροστά τους, κυρίως το επιβλητικό φρούριο που από διάφορα σημεία της πόλης μαγεύει κατοίκους και επισκέπτες. Τα κυπαρίσσια που ψιλόλιγνα ξεχωρίζουν στις καταπράσινες βουνοκορφές της Κέρκυρας, ξεχωρίζουν στους πίνακές του που κάθε που τους αντικρίζω μου θυμίζουν το νησί.
Το 1911 φιλοτέχνησε το Λιμάνι της Καλαμάτας.
Δεν ξέρω γιατί επέλεξε το μέρος αυτό, αλλά ρομαντικά θέλω να σκέφτομαι ότι ο Κ. Παρθένης περιπλανήθηκε στην πόλη αυτή και επέλεξε το πιο εντυπωσιακό μέρος, το μέρος με το περισσότερο μπλε που γαληνεύει τους ανθρώπους. Η προβλήτα του λιμανιού της Καλαμάτας, εκεί που ξεκινάει το λιμάνι της πόλης και εκεί που τελειώνει η εντυπωσιακή παραλία της.
Έναν αιώνα μετά η προβλήτα στέκει ακόμα εκεί, ίσως με κάποιες διαφορές που δεν μου επιτρέπουν να φωτογραφίσω ό,τι απεικονίζει ο πίνακας.
Παραμένει το ιδανικότερο σημείο για βόλτα, χαλάρωση και αγνάντι.
Τον πίνακα του Παρθένη μπορεί κανείς να τον χαζέψει από κοντά, να ακολουθήσει τις πινελιές του, στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο πίνακας του Παρθένη μπορεί να ζωντανέψει μπροστά σου αν βρεθείς στην προβλήτα στο λιμάνι της Καλαμάτας και τύχει να περάσει ένα λευκό ιστιοφόρο.




Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Κλέφτες βιβλίων


Από τα παλιά τα χρόνια οι κάτοχοι βιβλίων σκαρφίζονταν διάφορους τρόπους για να προλαμβάνουν ή και να αντιμετωπίζουν την κλοπή των βιβλίων τους. Άλλωστε τα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας κυκλοφορούσαν λίγα βιβλία και ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο και δαπανηρό να αποκτήσει κανείς βιβλιοθήκη πόσο μάλλον πριν την τυπογραφία που τα βιβλία ήταν χειρόγραφα. Με κάποιο τρόπο έπρεπε οι βιβλιοθήκες να προφυλαχθούν από τους επίδοξους κλέφτες ή κλεπτομανείς ή επικίνδυνους βιβλιόφιλους. Έχουμε δει βιβλιοθήκες με αλυσίδες, χοντρές αλυσίδες που ξεκίναγαν από μια άκρη του σκληρού δερματόδετου εξωφύλλου και κατέληγαν στα ράφια. Μακριές τόσο ώστε να επιτρέπεται η ανάγνωση του. Με τον τρόπο αυτό οι βιβλιοθήκες έμοιαζαν περισσότερο με φυλακές λέξεων παρά με τη σημερινή εικόνα των δανειστικών βιβλιοθηκών. Έχουμε δει βέβαια και τα αγαπημένα exlibris που ήταν μεν το σημάδι των κατόχων τους που προσπαθούσε να γίνει ο ανεξίτηλος σύνδεσμος αναγνώστη-βιβλίου, είχαν όμως και βαριές κατάρες για όποιον θα τολμούσε να κλέψει το βιβλίο.
Σήμερα τα βιβλία είναι πιο φθηνά βέβαια από εκείνα τα χρόνια και κυκλοφορούν σε μεγαλύτερη ποσότητα δεν παύει όμως οι ιδιοκτήτες του να εφευρίσκουν διάφορους τρόπους για να δυσχεράνουν την κλοπή τους.

Πρώτα τα βιβλιοπωλεία. Προσπάθεια του επιχειρηματία να προστατέψει το προϊόν του. 
Τα αντικλεπτικά των βιβλίων είναι συνήθως αυτοκόλλητα που κολλιούνται σε κάποιο μέρος του εξωφύλλου (ιδανικά πίσω από τα αυτιά που δεν πάει το μυαλό του κλέφτη να κοιτάξει). Δεν αφαιρούνται αλλά απομαγνητίζονται στο ταμείο με την πληρωμή. Το πιο πρωτότυπο αντικλεπτικό που έχω δει το έχει η Πολιτεία καθώς πάνω στο λευκό άχαρο αυτοκόλλητο βρίσκεται η εικόνα ενός ανοιχτού βιβλίου.

Μετά έρχονται οι βιβλιοθήκες. Εκεί τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα καθώς τα βιβλία έχουν ως σκοπό να μείνουν για πάντα στα ράφια και να διαβαστούν όσο γίνεται από περισσότερους αναγνώστες ή τέλος πάντων να μείνουν εκεί μέχρι κάποιος να τα χρειαστεί. Σήμερα όλο και δυσκολότερα αγοράζονται βιβλία από τις βιβλιοθήκες καθώς τα κονδύλια όλο και λιγοστεύουν. Χωρίς να μπαίνουν νέα βιβλία κανείς δεν θέλει να χάνει και τα παλαιότερα γι' αυτό αναζητούνται λύσεις για να προστατευτούν οι συλλογές.

Υπάρχουν βιβλία κλειδωμένα σε ειδικές αίθουσες που δεν μπαίνει κανείς και βγαίνουν μόνο αν κάποιος τα ζητήσει, αυτά όμως είναι τα πολύτιμα και σπάνια βιβλία που μπορεί να έχει ξεμείνει πάνω τους και κανένα παλιό exlibris ως ανάμνηση ενός παλιού ιδιοκτήτη. Υπάρχουν οι σφραγίδες που υποδηλώνουν ότι το βιβλίο ανήκει σε κάποια βιβλιοθήκη. Υπάρχουν, όπως και στα βιβλιοπωλεία, τα αντικλεπτικά. Μόνο που τα αντικλεπτικά είναι και αυτά κομμάτι της τεχνολογίας που εξελίσσεται. Εύκολα και γρήγορα ξεπερνιούνται και εμφανίζονται νέα. Από τα αυτοκόλλητα με τη μεταλλική λωρίδα στη μέση, πήγαμε στη μεταλλική λωρίδα που κολλιέται ανάμεσα στις σελίδες (πιο διακριτική και πιο δύσκολα βρίσκει κάποιος) και σήμερα στα RFID που συνδυάζουν αντικλεπτικό και barcode. Αύριο σε κάτι άλλο.

Τα βιβλία σιωπηλά ανέχονται όλα τις ανθρώπινες παραξενιές και γίνονται για άλλη μία φορά μάρτυρες των εποχών που αλλάζουν. Από το απομαγνητισμένο αντικλεπτικό του βιβλιοπωλείου μπαίνει πάνω τους το νέο αντικλεπτικό της βιβλιοθήκης και όταν αυτό ξεπερνιέται μπαίνει το επόμενο μοντέλο.
Κι έτσι τα βιβλία καταλήγουν να έχουν πάνω τους όλα αυτά:




Αλλά ακόμη κι έτσι πάντα οι επίδοξοι κλέφτες θα σκαρφίζονται τρόπους για να αποκτήσουν ανέξοδα το πολυπόθητο αντικείμενο. Έχω συναντήσει σε ράφια βιβλιοπωλείου εξώφυλλα χωρίς το σώμα. Ο μανιακός κλεπτομανής προτίμησε να ξεκοιλιάσει το βιβλίο παρά να το πληρώσει, θεωρώντας μάλλον απίθανο να βρίσκεται αντικλεπτικό ανάμεσα στις σελίδες. Έχω, επίσης, ακούσει ιστορίες που αφού τα βιβλία δεν μπορούν να βγουν από την πόρτα βγαίνουν από τα παράθυρα βιβλιοθηκών.

Από την άλλη, όσα αντικλεπτικά και να κολληθούν αν δεν υπάρχει υπάλληλος στη βιβλιοθήκη όσο και να χτυπάει το μηχάνημα φεύγοντας κάποιος από την πόρτα κανείς δεν πρόκειται να ασχοληθεί γιατί απλά δεν προλαβαίνει. Για άλλη μία φορά ξοδεύονται χρήματα ασκόπως αγοράζοντας αντικείμενα για να αντικατασταθούν τα προηγούμενα που έκαναν τη δουλειά τους ενώ κανείς δεν προβλέπει (έργα ΕΣΠΑ) να καλύψει κενές θέσεις εργασίας.

Τελικά, μήπως εκείνες οι κατάρες που γράφονταν στα πρώτα βιβλία να ήταν πιο αποτελεσματικές από όλα αυτά τα σημερινά;

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης

Έλαβα από τον φίλο Μαραμπού μια ανάρτηση αφιερωμένη στον πολύ αγαπημένο ποιητή της εφηβικής μου ηλικίας Κ. Γ. Καρυωτάκη. Οι στοίχοι του μου κρατούσαν συντροφιά νύχτες πολλές πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ήταν ένα βιβλιαράκι με επιμέλεια Τέλλου Άγρα με συλλογές ποιημάτων του που σαν να το είχα μάθει απ' έξω. Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να ξεπεραστεί αν τόσο σε έχει αγγίξει σε αυτήν την ιδιαίτερη ηλικία. Σε αντίθεση με την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη που ποτέ δεν με άγγιξε, με άγγιξαν όμως τα συναισθήματα που ένιωθε γι' αυτόν. Και μιας που βρίσκομαι στην γενέτηρα πόλη της θα βάλω και μια εικόνα που ήθελα από καιρό να αναρτήσω αλλά δεν έβρισκα αφορμή.

Πρώτα όμως οι λέξεις του Μαραμπού:


Η κουλτούρα είναι ό,τι μένει όταν τα' χουμε όλα ξεχάσει. Αυτή η φράση αποδίδεται στον Αντρέ Μαλρώ και μας λέει πως όταν κοπάσουν τα πάθη και οι ίντριγκες, οι πολεμικές και τα μαχαιρώματα, θα θυμόμαστε μόνο εκείνο που είχε την αντοχή και τις αντιστάσεις να φτάσει ως εμάς. Όσοι ακούν το όνομα “Καρυωτάκης” σήμερα, συνήθως αγνοούν τον λυσσαλέο πόλεμο και την λασπολογία που δέχθηκε από κριτικούς και συγγραφείς της γενιάς του. Η λέξη “καρυωτακισμός” είχε φτάσει να γίνει "συνώνυμη της εύκολης στιχουργίας, της φτηνής αισθηματολογίας και της αδιέξοδης μεμψιμοιρίας".

Η πεισιθάνατη ποίηση του Καρυωτάκη λοιδορήθηκε γιατί μια κοινωνία που βγήκε από έναν πόλεμο και ετοιμαζόταν να μπει σε έναν νέο, δεν ήθελε πλέον να ακούει άλλο για θανάτους. Η σήψη του σώματος (Ωχρά σπειροχαίτη) αλλά κυρίως η σήψη του πνεύματος, τον καθόρισε ποιητικά και τον έθεσε σε ένα περιθώριο να θαυμάζει τα οράματά του που έρχονταν με ταχύτητα να επαληθευτούν! Την ποιητική του όμως κάθε άλλο παρά σάπια μπορούσες να την χαρακτηρίσεις. Χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή φόρμα, ενσωμάτωσε κάποιες μοντέρνες πινελιές που ξεχωρίζουν και εντυπωσιάζουν ακόμα και τώρα. Η γλώσσα του έδειχνε τόσο ελεύθερη όσο θα έδειχνε και μέσα στα χαλαρά όρια ενός ελεύθερου στίχου, διανθισμένη με μια αριστοκρατική ειρωνεία που αποδεκάτιζε τις συντηρητικές συνειδήσεις με τόση ευκολία και χάρη φέρνοντας στην επιφάνεια την αμηχανία των αναγνωστών του πριν την σαρωτική απαξίωση. "Ένας ήσυχος και μετρημένος υπάλληλος που μεταβάλλεται σε μαχητικό συνδικαλιστή, ένας σωστός δημοτικιστής που νοθεύει την γλώσσα του με καθαρευουσιανισμούς, ένας ευγενικός θλιμμένος ποιητής που εξεγείρεται και σατιρίζει με καυστικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις φέρνει σε δύσκολη θέση ακόμα και τους παλιούς του φίλους."  
"
Η Χριστίνα Ντουνιά γράφει μια εξαιρετική και διεισδυτικότατη μελέτη, που έχει ως επίκεντρο την ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη “Ελεγεία και Σάτιρες”  (και κυρίως τις σάτιρες) που ξεσήκωσε τις περισσότερες αντιδράσεις, και ενορχήστρωσε μία συντονισμένη επίθεση από κριτικούς, συγγραφείς, παλιούς φίλους, υπουργικά ανδρείκελα και εκπορνευμένες συνειδήσεις. Η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά διαθέτει εμβρίθεια και αφηγηματική καλαισθησία που φωτίζει το ζήτημα από όλες τις πλευρές του. Όσοι αγαπάτε τον ποιητή θα λατρέψετε και αυτήν εδώ την μελέτη. Θα ανακαλύψετε εκ νέου κάτι που ήδη το ξέρετε, ότι εκείνη η «ποίηση ναρκισσευόμενων ατόμων» δεν θα μπορούσε να φτάσει ως εμάς μόνο χάρη στο ναρκισσιστικό της όχημα – ούτε όμως και να τελειώσει για πάντα με μια σφαίρα στην καρδιά κάτω από τον απόκοσμο ίσκιο ενός ευκαλύπτου της Πρέβεζας!

ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί, που η καθιέρωσις τούς λείπει. 


Υ.Γ. Εικόνα από δρόμο της Καλαμάτας

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ευκαιρίες να γνωρίσουμε καλά βιβλία


Το καλό των ημερών είναι ότι σε όποιο βιβλιοπωλείο και να βρεθεί ο φιλαναγνώστης θα βρει εκπληκτικές προσφορές. Ακόμη και ο πάλαι ποτέ κολοσσός βιβλιοπωλείων Ελευθερουδάκη που τις καλές εποχές ήταν κατά των προσφορών έχει στα ράφια του φθηνά βιβλία, απούλητο στοκ που ενδεχομένως οι εκδότες ακόμη να περιμένουν να εισπράξουν τα χρήματά τους.
Ακόμη, ακόμη και τα επαρχιακά βιβλιοπωλεία που κι εκεί οι τιμές έχουν πέσει, όχι βέβαια όπως των Αθηνών, αλλά ψάχνοντας καμιά φορά βρίσκεις βιβλία πιο φθηνά κι από την πρωτεύουσα.
Όλα αυτό, ξέρω ότι δεν φανερώνει τίποτα αισιόδοξο για το χώρο του βιβλίου που εδώ και χρόνια δεκάδες εκδοτικοί οίκοι προσπαθούν να επιβιώσουν. Και δυστυχώς το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι μικρότεροι και σίγουρα ποιοτικότεροι εκδοτικοί οίκοι.
Ορισμένοι δεν άντεξαν τα δύσκολο και μας άφησαν, πρόσφατο παράδειγμα οι εκδόσεις Scripta.
Το καλό όμως, λέω πάλι, για τους φιλαναγνώστες είναι ότι βλέπουν οι πύργοι με τα βιβλία που τόσα χρόνια έχτιζαν σιγά σιγά να αποκτούν απότομα ύψος, να όπως οι δικοί μου που απόκτησαν και παραρτήματα, τρία στην Αθήνα και τώρα ένα πυργάκι που σταδιακά χτίζεται και στην Καλαμάτα.
Παραρτήματα ιδιωτικών βιβλιοθηκών που ακολουθούν τα βήματα των κατόχων τους.

Στα ράφια με τις προσφορές του μεγάλου βιβλιοπωλείου που τα τελευταία χρόνια μικραίνει, βρήκα ένα βιβλίο των εκδόσεων Scripta στην τιμή των 2 ευρώ. Τίποτα δεν γνώριζα γι' αυτό, το θεώρησα ότι είναι σε καλή τιμή και απλά το πήρα. Μήνες περίμενε στα ράφια  του κεντρικότερου παραρτήματός μου, μέχρι που ταξίδεψε μαζί μου για να μου αφηγηθεί την ιστορία του.

Η Μακρινή ακτή του Caryl Phillips γράφτηκε το 2003 και σήμερα το βιβλίο αυτό είναι τόσο επίκαιρο που σχεδόν τρόμαξα με τη σύμπτωση της χρονικής στιγμής που επέλεξα να το διαβάσω.
Γραμμένο με απόλυτη επιδεξιότητα, αφηγείται τις ιστορίες δύο εντελώς διαφορετικών ηρώων, ιστορίες που ενώνονται για λίγο μέχρι να χωρίσουν οριστικά. Αφηγείται την ιστορία ενός πρόσφυγα που ταξιδεύει από την Αφρική προς την Αγγλία αφήνοντας πίσω του τον πόλεμο και τους πεθαμένους του με σκοπό να ζήσει ειρηνικά στη χώρα των ονείρων του. Αφηγείται την ιστορία μιας Αγγλίδας καθηγήτριας μουσικής που πάσχει από κατάθλιψη. Αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που συναναστρέφονται με τους δύο πρωταγωνιστές, ιστορίες προσφύγων και εκείνων που θέλουν να τους βλάψουν ή που θέλουν να τους βοηθήσουν.
Οι ήρωες αφηγούνται εναλλάξ, κάθε κεφάλαιο και ένας άλλος κόσμος και κάθε σελίδα διαφορετική χρονική στιγμή. Με αυτές τις συνεχόμενες χρονικές αλλαγές που χτίζουν σιγά σιγά τις ιστορίες, είναι σαν το παρελθόν και το παρών των ηρώων να χορεύουν μέσα από τις λέξεις. Απόρησα με το πώς καταφέρνω με τόσες εναλλαγές να παρακολουθώ την ιστορία και να μην χάνομαι. Κι αν αυτό δεν είναι επιδέξια γραφή, τότε τι είναι.

Εξαιρετικό μυθιστόρημα ενός εκδοτικού οίκου που δεν υπάρχει πια που το βρήκα στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου που αργοπεθαίνει.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Η πολιτιστική βιομηχανία της Αθήνας

Καμιά φορά η λογοτεχνία με κουράζει και θέλω να πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο χωρίς μύθους μα με περισσότερο επιστήμη. Θεωρώ αδικία που ανάμεσα στις τόσες εκδόσεις που εκδίδονται μηνιαίως εκείνα που παρουσιάζονται περισσότερο είναι τα λογοτεχνικά βιβλία.
Για να βρει κανείς βιβλία των αντικειμένων που τον ενδιαφέρουν πρέπει να αφιερώσει αρκετό χρόνο αναζητώντας και ερευνώντας βιβλιογραφίες.
Έτσι, βιβλία που με ενδιαφέρουν καταλήγω να τα ανακαλύπτω αρκετά χρόνια μετά την έκδοσή τους. Φαντάζεστε πόσο τυχερή νιώθω όταν φθάνουν στο email μου τίτλοι που θα ήθελα να είχα διαβάσει.

Κάπως έτσι έμαθα για το βιβλίο "Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα" του Βασίλη Αυδίκου των εκδόσεων Επίκεντρο.

Το βιβλίο αναφέρεται στους κλάδους πολιτισμού και δημιουργικότητας (ΚΠΔ) που περιλαμβάνουν τις βιομηχανίες των εκδόσεων και εκτυπώσεων, την αρχιτεκτονική και το ειδικευμένο σχέδιο (design), την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, την παραγωγή μουσικής και κινηματογραφικών ταινιών, τις αναπαραστατικές και εικαστικές τέχνες, την παραγωγή διαφημίσεων, τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, τη φωτογραφία και την παραγωγή λογισμικού.
Για όλους αυτούς τους πολύ ενδιαφέροντες κλάδους (άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο), ο συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει μια σειρά από στατιστικά στοιχεία υπενθυμίζοντας πως στην χώρα μας τα στοιχεία για την πολιτιστική βιομηχανία είναι σχεδόν ανύπαρκτα κι ας ανθεί, όπως φαίνεται από τα νούμερα, η πολιτιστική δημιουργία. Όσο αναφορά τα νούμερα στο χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων είναι φανερές οι δράσεις του ΕΚΕΒΙ που οι έρευνες του ήταν μια αρχή, καθώς τα περισσότερα αναφερόμενα στοιχεία σταματούν λίγο πριν το κλείσιμό του.
Ο συγγραφέας στηριζόμενος σε ευρωπαϊκά στοιχεία παρουσιάζει την εικόνα στη χώρα μας αναφορικά με τον κύκλο εργασιών των ΚΠΔ, τον αριθμό των επιχειρήσεων, το φύλο, την ηλικία και τα προσόντα του ανθρωπίνου δυναμικού τους.
Το πέμπτο και πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο παρουσιάζει την Αθήνα και τις γειτονιές της μέσα από την πολιτιστική της παραγωγή. Τα θέατρα της Κυψέλης και της Πατησίων, τα Εξάρχεια και η Νεάπολη (πάντα) του βιβλίου, ο Κεραμεικός και το Γκάζι των νέων πολιτιστικών χώρων, το Μεταξουργείο που λόγω της τέχνης και των διάφορων πολιτιστικών δράσεων είχε πάρει τα πάνω του λίγο πριν την κρίση. Με μια πολύ συνοπτική ματιά παρουσιάζεται η ιστορία των περιοχών αυτών, την ιστορία που δημιούργησαν οι κάτοικοί τους και οι βιομηχανίες/ βιοτεχνίες που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Οι αριθμοί των πολιτιστικών χώρων που παραθέτονται είναι εντυπωσιακοί. Η Αθήνα έχει 168 θέατρα ενώ το Βερολίνο 56, 801 βιβλιοπωλεία ενώ το Λονδίνο 802, 162 μουσεία ενώ το Παρίσι 137. Σίγουρα δεν είναι η ποσότητα που μετράει αλλά οι αριθμοί κάτι φανερώνουν.
Το βιβλίο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ένιωσα ότι περιλαμβάνει απλή παράθεση αριθμών και στατιστικών στοιχείων, συγκεντρώνει ενδιαφέρον πληροφορίες για την πολιτιστική δράση της χώρας και είναι η αρχή ενός διαλόγου που καλό είναι να είναι αέναος γιατί η πολιτιστική βιομηχανία της χώρας μπορεί να γίνει η βαριά βιομηχανία και να συνδυαστεί με τον τουρισμό.
Τέλος, η αναφορά του συγγραφέα για την έμφαση που δίνεται στην πολιτιστική κληρονομιά "η οποία λειτουργεί εις βάρος της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής που δίνει τόνο του πολιτικού γίγνεσθαι σε μια πόλη και αποτελεί ένα από τα βαρόμετρα της ποιότητας ζωής σε αυτή" πρέπει να ειπωθεί πολλές φορές μέχρι να το καταλάβουν όλοι.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Κέδρος και οι άνθρωποι του

Είναι πολλές φορές που επιλέγω ένα βιβλίο μόνο και μόνο γιατί εμπιστεύομαι τον εκδοτικό οίκο. Συμπαθώ το εκδοτικό γούστο, την τυπογραφική εμφάνιση και τέλος πάντων το τυπογραφικό σήμα είναι κάτι σαν εγγύηση ότι τα χρήματα δεν θα πάνε χαμένα.
Κι αυτό είναι άθλος, είναι επιχειρηματική ευφυΐα.
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι είναι οικογενειακές επιχειρήσεις που περνούν από τη μία γενιά στην άλλη. Συνεχίζεται η παράδοση, οι νέες γενιές έχουν τη γνώση της ιστορίας της επιχείρησης των προγόνων τους και προσπαθούν να τη συνεχίσουν και να την εξελίξουν.
Πολλά τέτοια παραδείγματα, Ίκαρος, Εστία, Κέδρος.
Ο εκδοτικός κόσμος είναι από μόνος του μια ωραία ιστορία, άξια να ερευνηθεί και να μελετηθεί.
Συνεχίζω να παρακολουθώ ό,τι γράφεται γι' αυτές τις ιδιαίτερες πολιτιστικές επιχειρήσεις.

Πρόσφατα η αίθουσα εκδηλώσεων του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) που στεγάζεται στο όμορφο νεοκλασικό της Θεμιστοκλέους λίγο πιο πάνω από την πλατεία Εξαρχείων ονομάστηκε σε "Νανά Καλλιανέση" με σκοπό να τιμήσουν την πρώτη εκδότρια του Κέδρου που συνέφερε στη δημιουργία και ανάπτυξη του εκδοτικού οίκου του Βάρναλη, του Ρίτσου, του Τσίρκα.

Με αφορμή την εκδήλωση αυτή, η Μάρω Δούκα έγραψε ένα μικρό αυτοβιογραφικό κείμενο που αναφέρεται στην γνωριμία της με τον Κέδρο και τους ανθρώπους του. Το ολιγοσέλιδο κείμενο που εκδόθηκε από τον ΟΣΔΕΛ και ευγενικά μου ταχυδρόμησαν είναι μια ιστορία που από τις πρώτες λέξεις σε μεταφέρει στην εποχή που το βιβλίο και οι άνθρωποι του είχαν την αξία και την αναγνώριση που δικαιούνταν.
"Τι άλλο μένει εκτός από το βιβλίο; Το καλό βιβλίο, το προοδευτικό! Τι άλλο απέμεινε για να μας εμψυχώνει εκτός από τη διάθεση να διαφωτίσουμε τον κόσμο, να τον βοηθήσουμε να σκεφτεί, να κοιτάξει με αισιοδοξία το μέλλον;".
Η Μάρω Δούκα περιγράφει τα πρώτα βήματα της εκδότριας του Κέδρου, ακολουθούμε κι εμείς την πορεία της στα όμορφα στενά της παλιάς Αθήνας. Τα κτίρια που στέγασαν το βιβλιοπωλείο, τον εκδοτικό οίκο, τα σπίτια που στέγασαν την ίδια. Ομόνοια, Εξάρχεια, Νεάπολη, Κυψέλη.
Τα κτίρια ακόμη και σήμερα μένουν εκεί, στέκουν γκρίζα και σωπαίνουν. Πόσες ιστορίες εκτυλίχθηκαν μέσα τους και πόσες συνεχίζουν να εκτυλίσσονται.
Οι 44 σελίδες αυτού του κειμένου δεν αρκούν για να μάθουμε όλη την ιστορία των ανθρώπων που σε χρόνια δύσκολα εξέδιδαν αριστουργήματα, αρκούν όμως για να πάρουμε μια γεύση.
Κι ως από σύμπτωση αυτή η εκδήλωση έρχεται να συνοδέψει το θάνατο της συνεχίστριας του εκδοτικού έργου του Κέδρου, της Κάτιας Λεμπέση. Δεν αργεί ο καιρός που θα διαβάζουμε τις ιστορίες από τη δική της ζωή.

Η έκδοση του κειμένου κυκλοφορεί εκτός εμπορίου και όποιος ενδιαφέρεται να το αποκτήσει μπορεί να περάσει από το Σπίτι του Βιβλίου να το προμηθευτεί ή μπορεί να μου ζητήσει το δεύτερο αντίτυπο που έχω στα χέρια μου.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Άνεργοι βιβλιοθηκονόμοι


Εξελιχθήκαμε... 
αλλά ξεχάσαμε ότι η εξέλιξη δεν είναι μόνο κτίρια και εξοπλισμός. 
Είναι και μόνιμες θέσεις εργασίας.
Τι χρειάζονται ένα ΑΕΙ και δύο ΤΕΙ Βιβλιοθηκονομίας  αφού το κράτος δεν πρόκειται να διορίσει κόσμο και αφού καλύπτει τα κενά με άλλους τρόπους;
Άνεργοι απόφοιτοι. Αυτό είναι αυτή η χώρα.
Άνεργοι απόφοιτοι του δημοσίου.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Η επιβεβαίωση

Είναι  κάποιοι συγγραφείς που ενώ δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό τους κατατάσσονται στους αγαπημένους μου. Φταίνε τα όσα έχω διαβάσει και ακούσει γι' αυτούς,  η φυσιογνωμία τους, το εκκεντρικό στυλ τους ή ένα έργο τους που έγινε απολαυστική θεατρική παράσταση.
Μέχρι που φτάνει ο καιρός και ξεκινάω την ανάγνωση, αρχίζει ένα ταξίδι και όλα όσα φανταζόμουν επιβεβαιώνονται.


Λόγος για τη Ζυράννα Ζατέλη που επιτέλους έφτασε ο καιρός που διάβασα ένα δικό της βιβλίο, τον πρώτο τόμο της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, ο θάνατος ήρθε τελευταίος.
Το βιβλίο το είχα εντοπίσει σε πολύ καλή τιμή σε εκείνο το ιδιαίτερο βιβλιοπερίπτερο της Ασκληπιού και χωρίς δεύτερη σκέψη είχα αγοράσει πέρσι το Νοέμβριο. Μάλλον θα ήταν μεταχειρισμένο γιατί έτσι λειτουργεί το περίπτερο αυτό, αλλά τίποτα δεν μαρτυρά ότι είχε ανοιχτεί ή ξεφυλλιστεί από κάποιον αναγνώστη. Θέλω να φαντάζομαι ότι ήταν ένα δώρο από κάποιον που ήξερε από βιβλία σε κάποιον που δεν ήθελε να μάθει. Έμεινε καιρό στο ράφι με τα αδιάβαστα, ήταν οι 700 και πλέον σελίδες του που με αποθάρρυναν. Μέχρι που έφτασε ο Αύγουστος που ο χρόνος σταματά και αποφάσισα να το ξεκινήσω.

Χρόνια είχε να με απορροφήσει ένα βιβλίο τόσο. Οι ήρωές του να γίνουν φίλοι μου και να μου αφηγηθούν τις περιπέτειές του. Το όνομά τους να μείνει στη μνήμη μου λες και τους έχω προσωπικά γνωρίσει.
Σέρκας, Ζίνα, Άννα.

Μου θύμισε την εφηβική μου ηλικία τότε που μου άρεσε να διαβάζω κλασικούς συγγραφείς. Ίσως φταίει που η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια άλλη εποχή σε κάποια ελληνική επαρχία μακριά από το σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Σε μια εποχή πιο αθώα αλλά και πιο δύσκολη. Φτώχια, πείνα, οικογένειες με πολλά παιδιά που πάνε και έρχονται, αρρώστιες, παιχνίδι στην ύπαιθρο, όνειρα οιωνοί, θάνατοι. Δεν είναι μόνο η ιστορία που διαδραματίζεται σε χρόνια περασμένα είναι και ο τρόπος που είναι γραμμένη, οι ξεχασμένες πια λέξεις, η ερμηνεία της καθημερινότητας που είναι σαν και η συγγραφέας να έζησε τότε.
Κι όμως ζει ανάμεσά μας (ευτυχώς), κυκλοφορεί στις όμορφες γειτονιές της Αθήνας, μπαίνει σε μεγάλα βιβλιοπωλεία, ίσως να την έχω εξυπηρετήσει κάποτε, βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες στους θερινούς κινηματογράφους, ίσως να έχουμε δει την ίδια μια ξάστερη βραδιά στο Παγκράτι.
Μου θύμισε ένα κλασικό βιβλίο γιατί είναι ένα κλασικό βιβλίο και μπορεί επάξια να καταταχθεί στα σημαντικά νεοελληνικά λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα.
Σίγουρα είναι ό,τι πιο όμορφο διάβασα τον Αύγουστο, ίσως και τη χρονιά ολόκληρη. Και να 'μαι τώρα να αναζητώ σε βιβλιοθήκες τους άλλους δύο τόμους της τριλογίας κι ας ξέρω ότι όλοι οι ήρωες που μου αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους δεν ζουν πια.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Συναντώντας μια βιβλιοθήκη

Τόσα έχω ακούσει για τη Μάνη και τους Μανιάτες και ούτε στο χάρτη δεν ήξερα κατά που πέφτει, αλλά πώς αλλιώς μαθαίνεις γεωγραφία παρά ταξιδεύοντας; Δεν είναι λέει απλά μια πόλη είναι ολόκληρη περιοχή που χωρίζεται σε δύο νομούς, υπάρχει η μεσσηνιακή και η λακωνική. Πόσα δεν είχα ακούσει για τα όμορφα χωριά της, που τα σπίτια είναι πετρόχτιστοι πύργοι και τις παραλίες, που δεν έχουν άμμο σαν την άλλη πλευρά, αλλά γκρι βότσαλο. Κι έτσι αναζητώντας μια παραλία χωρίς κόσμο, Αύγουστο μήνα, φτάσαμε να αλλάξουμε νομό και να περιφερόμαστε σε αυτήν την απέραντη και πολύ ιδιαίτερη Μάνη.
Μέχρι που ο δρόμος μας οδήγησε στην Αρεόπολη.



Περπάτησα αυτό το μέρος με τα όμορφα σοκάκια γεμάτα πέτρινα κτίρια, όλα διατηρημένα και φτιαγμένα από την αρχή αλλά χωρίς να χάνουν τίποτα από την παλιά ομορφιά τους. Ιστορικός οικισμός, εκεί λέει δεν πάτησε Τούρκου πόδι, διατήρησε την ανεξαρτησία καθ' όλη την Τουρκοκρατία. Με τους Γερμανούς δεν νομίζω να τα κατάφερε, όπως όλη ετούτη η χώρα άλλωστε. Σήμερα αριθμεί 888 κατοίκους. Γεμάτο το μέρος από καφετέριες και ταβέρνες, τουριστικό αλλά από τα όμορφα. Είχαν απλώσει οι μαγαζάτορες ξύλινα τραπέζια με χρωματιστά γλαστράκια και καρέκλες με μαξιλάρια και περίμεναν. Ούτε αυτοκίνητα υπήρχαν στα πλακόστρωτα δρομάκια, εκεί χωράει να περπατήσει μονάχα άνθρωπος.


Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη κι αυτή ένας πέτρινος πύργος γεμάτος βιβλία όμως. Ούτε που μπορούσα να το φανταστώ ότι αυτό το μικρό σχεδόν παραμυθένιο μέρος έχει μια βιβλιοθήκη. Άραγε να την αγαπάνε οι λιγοστοί κάτοικοι, να την επισκέπτονται; Και τα καλοκαίρια που γεμίζει το χωριό από τους ξενιτεμένους να γεμίζει και αυτή; Για κακή μου τύχη ήταν κλειστή αλλά έπεσα στην ημέρα γιατί κατά τ' άλλα φάνηκε να λειτουργεί να είναι δραστήρια, έτσι μου φάνηκε λίγο που τη χάζεψα πίσω από τα τζαμάκια. Από εκεί κρυφοκοίταξα τις θέσεις εργασίας με υπολογιστή και τις θέσεις των αναγνωστών.

Χαζεύω τους πίνακες με τις αποσπάσεις των εκπαιδευτικών.

Χιλιάδες εκπαιδευτικοί περισσότεροι και από πέρσι, λέει, αποσπάστηκαν σε αρχιεπισκοπές και μητροπόλεις, σε ΓΑΚ και βιβλιοθήκες, σε πανεπιστημία.  Από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες κενά στα σχολεία. Τόσοι πολλοί εκπαιδευτικοί επιλέχθηκαν να επιτελέσουν έργο εκτός σχολικών τάξεων που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν συνδέεται με την παιδαγωγική αρμοδιότητα και την εξειδίκευσή τους, ενώ οι πραγματικές τους θέσεις μένουν κενές. Θα αντικατασταθούν από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς πασπαρτού που περιμένουν κι αυτοί στην ουρά για εργασία. Όλοι εξαρτώνται από τις βουλές του Υπουργείο Παιδείας, τις επιτροπές και τις παραεπιτροπές του. Αυτοί άλλωστε έκριναν ότι σε αυτή την πετρόχτιστη δημόσια βιβλιοθήκη είναι καλύτερα να εργάζεται φέτος ένας εκπαιδευτικός αγγλικής φιλολογίας (του χρόνου κάποιος άλλος εκπαιδευτικός) παρά ένας βιβλιοθηκονόμος, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις δημόσιες βιβλιοθήκες ετούτης της χώρας.
Κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι, από το να μένουν κλειστές και αραχνιασμένες.
Μακάρι, άλλωστε, να ήταν αυτό το μόνο πρόβλημα αυτής της χώρας που μας έλαχε να ζούμε.

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Μέσα σε σελίδες καθισμένοι…

Το βαπόρι, vapur, που ενώνει τα Πριγκιπόνησα αναμεταξύ τους και τα συνδέει με την Πόλη και την απέναντι ακτή, εκείνην της Ασίας, ως το νησί της Χάλκης, Heybeli ada, κάνει κοντά δυο ώρες, ακόμα και με καλό καιρό. Η θαλάσσια κυκλοφορία είναι πυκνή.  Αέναα. Βάρκες, πλοιάρια, πλοία με πανιά και μηχανή, σκάφη παντός τύπου κινούνται αδιάκοπα πέρα δώθε σε χαμηλές μάλλον ταχύτητες σαν για να μην ανακατώνουν όλα μαζί τα νερά. Είναι συνηθισμένη η εικόνα ανθρώπων που διαβάζουν στην διάρκεια της διαδρομής. Κυρίως πολύχρωμες εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους ορθάνοιχτές, κρύβοντας τα πρόσωπα, αφήνοντας τα χέρια που τις κρατούν για παρατήρηση και ερμηνεία που μόλις προβάλει το πρόσωπο, επικυρώνεται, ανατρέπεται, παραλλάσσει ή και διαψεύδεται παντελώς. Υπάρχουν και αναγνώστες ανέμελων περιοδικών και βιβλίων. Σημάδι αναγνώρισης αν το βιβλίο είναι σε άλλη γλώσσα εκτός από την τουρκική. Τότε γεννά ενδιαφέρον και περιέργειες και όπως έτυχε, μπορεί να προκαλέσει και κουβέντες. Με την άφιξη σε κάθε προορισμό, μένουν στα καθίσματα υπόλοιπα διαβασμένων εφημερίδων για τους επόμενους επιβάτες.


Στην Χάλκη, κατά μήκος του λιμανιού σε ευθεία γραμμή, αραδιαστά μια σειρά από πάγκους που ατενίζουν το νερό. Είναι εκεί για να περιμένουν οι ταξιδιώτες, να ρεμβάζουν και να ηρεμούν οι ονειροπόλοι και οι αργόσχολοι, να κάθονται γελαστές παρέες, να ξεκουράζονται από τις βόλτες οι οικογένειες.

Οι πάγκοι που κάθονται όλοι αυτοί έχουν κάτι το ιδιαίτερο που κάνει κάθε βιβλιόφιλο σε όλα τα μήκη και πλάτη του διαπλανητικού σύμπαντος να ξαφνιάζεται, να ανατριχιάζει σύγκορμος και στην συνέχεια να χαίρεται σαν μικρό παιδί και να θέλει να καθίσει με την σειρά του στα συμπαγή καθίσματα της προβλήτας. Στους ντόπιους δεν κάνουν καμιά εντύπωση. Δεν κοντοστέκονται. Δεν τα χαζεύουν και μελετούν. Τα προσπερνούν κανονικά ή κάθονται με άνεση σε γνώριμο μέρος. Είναι σαν γλυπτά έργα που παραλλάσσουν  σε χρώματα και εικόνες.

Έχουν το σχήμα ανοικτού βιβλίου. Εκεί, στην μέση των σελίδων μπορεί να καθίσει κανείς.  Η πλάτη, το υποτιθέμενο εξώφυλλο, εκτός από τον τίτλο του βιβλίου έχει την εικόνα του συγγραφέα και ένα σύντομο βιογραφικό του.  Αρκετά ευδιάκριτα όλα, μπορούν να διαβαστούν με σχετική άνεση. Έχουν και χρώμα.  Η ράχη που ενώνει την πλάτη με το κάθισμα, έχει την μορφή της ράχης βιβλίου, με την καμπύλη που σχηματίζουν τα ανοικτά φύλλα. Σαν να πετάχτηκαν από την βιβλιοθήκη ενός διαβαστερού γίγαντα. Παραταγμένα, λοιπόν, βιβλία καθίσματα στην προβλήτα απέναντι από το Μπόσταντζι, να κάνουν την ιδέα του έντυπου βιβλίου οικεία, αποδεκτή, αξία άξια να μας περιβάλλει.

 





Το βιβλίο, εκδοχή έργου μαζικής τέχνης και χρήσης σε δημόσιο χώρο.  Και υπάρχουν και άλλες εκδοχές και εφαρμογές με βιβλιακά θέματα μα όχι τόσο ανοικτά τόσο ορατά τόσο αποδεκτά τόσο σε κοινή θέα. Στην συλλογή μου (περήφανη για αυτήν αν και χύμα χωρίς καμία τάξη), εκτός από σελιδοδείκτες φυσικά, έχω βρει και μπορέσει να συγκεντρώσω μικρά αντικείμενα, κοσμήματα αγαπημένα,  γραβάτες, σεντόνια, και άλλα για τα οποία θα κουβεντιάσουμε κάποτε.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Χτες πανευρωπαϊκή μέρα των Μουσείων με αυγουστιάτικη πανσέληνο, ο κόσμος στο κέντρο της Αθήνας ήταν ασφυκτικός, ασύντακτα κινητοποιημένος, έως και δυσάρεστα πολύς. Περισσότερος από τις πολυπληθείς πολιτικές προεκλογικές συγκεντρώσεις.  Μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο κόσμος που κατεβαίνει στους δρόμους με έρεισμα τον Πολιτισμό είναι περισσότερος από εκείνον που κατεβάζουν τα κόμματα, άραγε;;;

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας μοιρασμένη


Επανέρχομαι, ίσως και σε μια πιο σταθερή βάση μιας και γυρεύω  εκφραστική διέξοδο και ανακούφιση, και άλλη καλύτερη από τις Βολτίτσες μας, δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω να πιάσω πάλι το νήμα των βιβλιοβιβλίων και όλα όσα έχουν να κάνουν με τον έντυπο πολιτισμό που τόσα έχει προσφέρει και εξακολουθεί να το κάνει, όχι ότι δεν πιστεύω και στις απαράμιλλες δυνατότητες του ηλεκτρονικού και ψηφιακού κόσμου. Το αντίθετο μάλιστα, απτή απόδειξη είναι οι αγαπημένες Βολτίτσες. Λέω, το λοιπόν, να κάνω πως τάχα μου τάχα ότι υπάρχει ένας χώρος όπου εκεί, τα πληγωτικά του ιδιωτικού και δημόσιου βίου που τελειωμό δεν έχουν και κοπανάνε αλύπητα γκρεμιστικά όλες τις γενιές, δεν έρχονται σε πρώτη μοίρα, σιγούν προσωρινά επιλεκτικά για λίγο.

Παράγραφος.
Από τις φροντισμένες εκδόσεις Κίχλη και την σειρά με τ’ όνομα «Τα Αστέρια/Αφορισμοί» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2015 ένα βιβλίο που εμπίπτει πλήρως στην κατηγορία των στοχευμένων βιβλιοβιβλίων. Οι σαράντα πέντε σελίδες του, γραμμένες σε πολυτονικό, κλείνουν Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας γραμμένες από τον μεταφραστή, κινηματογραφιστή και λογοτεχνικό κριτικό μικρομηκά κινηματογραφιστή και πεζογράφο, τον πολύπλευρο Αχιλλέα Κυριακίδη. Πριν μπω στο ψαχνό της δομής και των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο πόσο χαίρομαι, με κάποια δόση αυταρέσκειας είναι αλήθεια το ομολογώ, που γίνονται αναφορές σε πολλά άλλα βιβλιοβιβλία, ξενόγλωσσα και ελληνικά. Μερικά από αυτά οι Βολτίτσες έχουν εντοπίσει και αναρτήσει παρουσιάσεις και σκέψεις (μια παρότρυνση για να κάνετε το blog άνω κάτω να τα βρείτε…) . Τα άλλα θα σπεύσει να τα ψάξει, να τα διαβάσει και να πει λογάκια (μια σχεδόν υπόσχεση).
Δομή με μέρη και περιεχόμενα δεν υπάρχει, όμως, η θεματολογία είναι διακριτή και συγκεντρωμένη μαζί. Μέσα στον όρο λογοτεχνία περιλαμβάνονται πολλά και διάφορα. Πρώτος εμφανίζεται στην σκηνή ο απαραίτητος αναγνώστης, η διαδικασία της ανάγνωσης και η σχέση μεταξύ συγγραφέα αναγνώστη. Ακολουθούν ζητήματα περί λογοτεχνίας, μυθοπλασίας, καλλιτεχνικής δημιουργίας, αναλογιών ανάμεσα στο μυθιστόρημα, το διήγημα, το δοκίμιο, την ποίηση. Ανοικτό και το ερώτημα για την δεύτερη ανάγνωση, σκεπτικισμός για την ηλεκτρονική ανάγνωση και πλήθος αναφορών για την μετάφραση, την πιστότητα στο πρωτότυπο κείμενο, την διάδραση συγγραφέα μεταφραστή.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μερικά από αυτά τα κείμενα, δυο γραμμές, κοφτές προτάσεις, όμορφες εικόνες, λόγια ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων, πλησιάζουν την μορφή χαϊκού. Συχνή χρήση του παρενθετικού λόγου προσπαθεί να αποδώσει το πολύπλοκο και σύνθετο, δευτερεύουσες συγγενικές προσεγγίσεις που μπερδεύονται ανάλογα.
Κλείνοντας ένας μικρός μεζές για να ανοίξει η όρεξη και να ανέβει η αυτοπεποίθηση των αναγνωστών: «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει.» στην σελίδα 8 και στο αυτί του γενναιόδωρου οπισθόφυλλου. Στην θέση του επίμετρου ένα λογοπαίγνιο που μαρτυρά μια ψυχοπνευματική δοκιμασία και παιδεμό των μορφών ανθρώπινης έκφρασης: «Στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχει πάντα ένας μικρός πόνος».
Αυτός ο πόνος, που δεν είναι πάντα μικρός, είναι η παρηγοριά, η εκτόνωση, η κληρονομιά που λάβαμε και εκείνη που μπορεί να αφήσουμε.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Ένα και ένα δώρο του Μεταιχμίου


Είπα να επωφεληθώ της καλοκαιρινής προσφοράς του Μεταιχμίου με το κουπόνι εφημερίδας που αγοράζεις ένα βιβλίο και έχεις ένα ακόμα δώρο.
Αυτές οι προσφορές δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες.
Έτσι διάβασα την κυριακάτικη εφημερίδα σε ένα όμορφο καφέ ένα αυγουστιάτικο εντελώς ζεστό μεσημέρι και περίμενα υπομονετικά να τελειώσω το βιβλίο που είχα στο κομοδίνο μου  για να βγω βόλτα στα βιβλιοπωλεία που συμμετείχαν στην προσφορά. Αυτές οι βόλτες αναζήτησης που λατρεύω όταν είμαι στην Αθήνα και γίνονται αυστηρώς διαδικτυακές όταν είμαι εκτός. Επισκέφτηκα όλα τα βιβλιοπωλεία της λίστας, για την ακρίβεια χαρτοβιβλιοπωλεία, ψάχνοντας για την αγορά μου. Οι επιλογές μου λίγες καθώς στο ένα τα δωρεάν βιβλία είχαν σχεδόν τελειώσει, στο άλλο έγινε ολόκληρο σούσουρο καθώς ο μαγαζάτορας έπρεπε να μετακινήσει σχολικές τσάντες, γραφική ύλη και κουδουνίστρες μέχρι να φτάσει στους λιγοστούς τίτλους του Μεταιχμίου που μου τους παρουσίασε με ιδιαίτερο καμάρι (έφυγα διακριτικά ενώ εξυπηρετούσε άλλον πελάτη). Κατέληξα στο μοναδικό αμιγώς βιβλιοπωλείο αλυσίδας της λίστας που αν και δεν συμπαθώ και ούτε ποτέ έχω ψωνίσει, μου φάνηκε όαση μετά τα προηγούμενα, καθώς τουλάχιστον είχες τους διπλάσιους τίτλους.
Βέβαια όταν οι επιλογές είναι λίγες δεν υπάρχουν και πολλά διλήμματα.

Επέλεξα να αγοράσω ένα βιβλίο που ήθελα να διαβάσω μόνο και μόνο από περιέργεια εξαιτίας μιας δικαστικής διαμάχης.
Αναφέρομαι στα χρόνια εκείνα που το Υπουργείο Παιδείας εμπνεύστηκε τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών, αγοράστηκαν βιβλία και δημιουργήθηκαν χώροι για να στεγάσουν τις βιβλιοθήκες, βέβαια ποτέ δεν προβλέφθηκε (ως είθισται) να απασχοληθούν σε αυτές βιβλιοθηκονόμοι.
Το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου "Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές" που είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και είχε γίνει πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό καθώς έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, είχε αποσυρθεί από τις σχολικές βιβλιοθήκες και μάλιστα με δικαστική απόφαση (απόφαση που πάρθηκε πίσω την επόμενη χρονιά). Είχε προκληθεί μεγάλος σάλος εκείνα τα χρόνια και εγώ είχα μείνει με την απορία πόσο άσεμνο ήταν το περιεχόμενό του για  να εμπλακούν δικαστές και δικηγόροι και να τεθούν ζητήματα λογοκρισίας. Βέβαια και τώρα που το διάβασα δεν καταλαβαίνω ούτε γιατί λογοκρίθηκε ούτε γιατί πήρε βραβείο, αλλά σίγουρα κατάλαβα ότι αυτό και η ιστορία του ανήκουν σε μια άλλη εποχή.

Το βιβλίο δώρο που διάλεξα έχει γραφτεί από τον αμερικάνο Κέβιν Πάουερς, ο οποίος πολέμησε στο Ιράκ και αναφέρει τις εμπειρίες του, σαν εξιλέωση, θα έλεγα, για το μεγάλο λάθος που έκανε να στρατευθεί. Το διάβασα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αν και ήταν μόνο μια απλή εξιστόρηση και έλειπαν πιο βαθιά στοιχεία. Η "Κίτρινη κορδέλα" ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα και αναφέρεται σε αυτούς τους σύγχρονους πολέμους, μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να διαβάσω κι άλλα, ιδιαίτερα από συγγραφείς εκείνων των εμπόλεμων περιοχών. Καθώς δεν έχω ιδέα, θα χαιρόμουν αν κάποιος γνωρίζει να μου αφήσει ορισμένα ονόματα συγγραφέων από Ιράν, Ιράκ, Συρία κτλ.

ΥΓ. Κόντρα σε όσους συνοδεύουν τις φωτο των βιβλίων τους με καφέ, όντας λάτρης των τσαγιών και μη πίνοντας καφέ, συνοδεύει τα βιβλία μου μια καινούρια ανακάλυψη στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Πρόκειται για παγωμένο τσάι του βουνού προερχόμενο από την Κομοτηνή.